Εξουσίες και υποχρεώσεις της Αρμόδιας Αρχής

6.-(1)(α) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να εξετάζει, αυτεπάγγελτα ή κατόπιν υποβολής καταγγελίας, από προμηθευτή ή αγοραστή, τυχόν παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.

(β) Η Αρμόδια Αρχή όταν παραλάβει την καταγγελία ενημερώνει τον καταγγέλλοντα, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της καταγγελίας, για την πορεία αυτής.

(2) Κατά τη διερεύνηση, η Αρμόδια Αρχή δύναται-

(α) να απαιτεί από τους αγοραστές και τους προμηθευτές να παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διεξαγωγή ερευνών σχετικά με τις απαγορευμένες αθέμιτες εμπορικές πρακτικέςּּ

(β) να ζητά από τον προμηθευτή ή τον αγοραστή να προσκομίσει μέσα σε εύλογο υπό τις περιστάσεις χρονικό διάστημα, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αναφέρονται σε μια εμπορική πρακτική, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, επί τη βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του προμηθευτή και των λοιπών επηρεαζόμενων· και

(γ) να θεωρεί ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που ζητούνται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) δεν προσκομιστούν έγκαιρα ή θεωρηθούν ανεπαρκή από την Αρμόδια Αρχή.

(3) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή θεωρεί ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να προχωρήσει η διαδικασία της καταγγελίας, ενημερώνει, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της, τον καταγγέλλοντα.

(4) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή κατά τη διερεύνηση διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των προνοιών των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, έχει εξουσία εντός εύλογου χρονικού διαστήματος να προβεί στις πιο κάτω ενέργειες:

(α) Να διατάξει το πρόσωπο το οποίο κατά την κρίση της ευθύνεται για την παράβαση αυτή, όπως αμέσως ή εντός τακτής προθεσμίας, τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον·

(β) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο στο επηρεαζόμενο πρόσωπο, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, ύψους μέχρι και πέντε τοις εκατό (5%) του κύκλου εργασιών του κατά το αμέσως προηγούμενο έτος της παράβασης·

(γ) να επιβάλει σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης διοικητικό πρόστιμο μέχρι δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητά της·

(δ) να λάβει απόφαση η οποία να διαπιστώνει παράβαση των απαγορεύσεων που καθορίζονται στις διατάξεις του άρθρου 4 και να απαιτεί από τον αγοραστή να τερματίσει την απαγορευμένη εμπορική πρακτική:

Νοείται ότι, η Αρμόδια Αρχή, αφού ζητήσει και λάβει τη σύμφωνη γνώμη του καταγγέλλοντα, δύναται να μην λάβει τέτοια απόφαση εάν αυτή ενέχει κίνδυνο να αποκαλύψει την ταυτότητα του καταγγέλλοντος ή να κοινοποιήσει τυχόν άλλες πληροφορίες των οποίων η κοινοποίηση θεωρείται από τον καταγγέλλοντα ζημιογόνα για τα συμφέροντα του, υπό την προϋπόθεση ότι ο καταγγέλλων έχει προσδιορίσει αυτές τις πληροφορίες σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (6)·

(ε) να δημοσιεύει τακτικά τις αποφάσεις της που έχουν ληφθεί με βάση τις διατάξεις των παραγράφων (α) έως και (δ) στην επίσημη ιστοσελίδα της και εφόσον το κρίνει αναγκαίο και σε έντυπα και/ή ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.

(5) Η Αρμόδια Αρχή εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες της που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο.

(6)(α) Η Αρμόδια Αρχή, εάν ζητηθεί από τον καταγγέλλοντα, λαμβάνει τα απαραίτητα μέτρα για την προστασία της ταυτότητας αυτού ή των μελών ή των προμηθευτών ή των αγοραστών που αναφέρονται στις διατάξεις των εδαφίων (8) και (9) και οποιωνδήποτε άλλων πληροφοριών, των οποίων ο καταγγέλλων θεωρεί ότι η κοινοποίηση τέτοιας πληροφορίας θα είναι ζημιογόνα για τα συμφέροντα του ιδίου ή των μελών ή των προμηθευτών ή των αγοραστών.

(β) Ο καταγγέλλων προσδιορίζει τις πληροφορίες για τις οποίες ζητεί εμπιστευτικότητα.

(7)(α) Ο προμηθευτής δύναται να υποβάλει την καταγγελία του είτε απευθείας στην αντίστοιχη αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που είναι εγκατεστημένος είτε στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο αγοραστής για τον οποίο υπάρχουν υπόνοιες ότι έχει προβεί σε αθέμιτη εμπορική πρακτική.

(β) Η αρμόδια Αρχή στην οποία απευθύνεται η καταγγελία είναι αρμόδια να επιβάλει τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 4:

Νοείται ότι, στην περίπτωση που η καταγγελία απευθύνεται σε αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, αυτή είναι αρμόδια να επιβάλει τις απαγορεύσεις που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 3 της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/633.

(8) Οι οργανώσεις παραγωγών, άλλες οργανώσεις προμηθευτών και ενώσεις τέτοιων οργανώσεων έχουν δικαίωμα να υποβάλουν καταγγελία μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων μελών τους ή μετά από αίτηση ενός ή περισσοτέρων μελών των οργανώσεών τους, όταν τα εν λόγω μέλη θεωρούν ότι επηρεάζονται από αθέμιτη εμπορική πρακτική.

(9) Άλλες οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να εκπροσωπούν προμηθευτές και αγοραστές έχουν δικαίωμα να υποβάλλουν καταγγελίες κατόπιν αιτήματος του προμηθευτή ή του αγοραστή και προς το συμφέρον του εν λόγω προμηθευτή ή αγοραστή υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω οργανώσεις είναι μη κερδοσκοπικά νομικά πρόσωπα.

(10) Η Αρμόδια Αρχή συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και παρέχει συνδρομή στο πλαίσιο ερευνών που έχουν διασυνοριακή διάσταση στο πλαίσια της εφαρμογής της Οδηγίας (EE) 2019/633.