Απαγόρευση απόπλου

38.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται, με αιτιολογημένη απόφασή της, να απαγορεύσει τον απόπλου αλιευτικού πλοίου, σε περίπτωση που δεν τηρούνται οι διατάξεις των άρθρων 14, 23, 24 και 26.

(2) Σε περίπτωση που στο πλαίσιο επιθεώρησης που διενεργεί η αρμόδια αρχή, διαπιστώσει παράβαση των διατάξεων που αναφέρονται στο εδάφιο (1), προβαίνει σε βεβαίωση παράβασης, συντάσσει σχετική έκθεση, καλεί τον ιδιοκτήτη του πλοίου σε απολογία και δύναται να απαγορεύσει τον απόπλου του αλιευτικού πλοίου μέχρις ότου βεβαιωθεί ότι έχει αποκατασταθεί η αιτία της μη συμμόρφωσής του και εφόσον συντρέχει περίπτωση, καταβληθεί οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο ήθελε επιβληθεί κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 39.

(3) Τα έξοδα επιθεώρησης του αλιευτικού πλοίου για βεβαίωση της αποκατάστασης της παράβασης βαρύνουν τον ιδιοκτήτη του αλιευτικού πλοίου και καταβάλλονται πριν από την άρση της απαγόρευσης απόπλου.

(4) Η αρμόδια αρχή, στο πλαίσιο διενέργειας των απαιτούμενων ελέγχων σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να αποφεύγεται η αδικαιολόγητη απαγόρευση απόπλου ή η καθυστέρηση αλιευτικού πλοίου.

(5) Σε περίπτωση αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, ο ιδιοκτήτης του αλιευτικού πλοίου δικαιούται αποζημίωση για τυχόν απώλειες ή ζημία που έχει υποστεί.

Νοείται ότι, σε περίπτωση που προβάλλεται ισχυρισμός της αδικαιολόγητης απαγόρευσης απόπλου ή καθυστέρησης, το βάρος της απόδειξης φέρει ο ιδιοκτήτης του αλιευτικού πλοίου.