Προοίμιο

ΕΠΕΙΔΗ όλες οι μορφές βίας κατά των γυναικών, περιλαμβανομένης και της ενδοοικογενειακής βίας, συνιστούν σοβαρή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Κυπριακή Δημοκρατία έχει κυρώσει τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, με τον υπ’ Αρ. 14(ΙΙΙ) του 2017 Νόμο,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ σύμφωνα με τη Σύμβαση, τα συμβαλλόμενα κράτη παρωθούνται να λάβουν μέτρα προστασίας όλων των θυμάτων βίας κατά των γυναικών και να αναβαθμίσουν το νομοθετικό τους πλαίσιο προς αντιμετώπιση της βίας κατά των γυναικών και προς εξάλειψη των έμφυλων διακρίσεων,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η βία κατά των γυναικών συνιστά παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μορφή διάκρισης κατά των γυναικών, περιλαμβάνει δε όλες τις πράξεις βίας με βάση το φύλο, η οποία έχει ή δυνατό να έχει ως αποτέλεσμα την πρόκληση σωματικής, σεξουαλικής, ψυχολογικής ή οικονομικής βλάβης ή πόνου σε γυναίκες, καθώς και απειλή για διάπραξη τέτοιων πράξεων, τον εξαναγκασμού ή την αυθαίρετη στέρηση της ελευθερίας, είτε στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό βίο,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η υλοποίηση της de jure και de facto ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών αποτελεί βασικό στοιχείο για την πρόληψη και καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, όπως αναγνώρισε η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών στη Γενική της Σύσταση με αριθ. 28, της 16ης Δεκεμβρίου 2019, σχετικά με τις βασικές υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων μερών, στο πλαίσιο του άρθρου 2 της Σύμβασης για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών, η οποία η οποία κυρώθηκε με τον υπ՚ Αρ. 78 του 1985 Νόμο, οι διακρίσεις λόγω φύλου συνιστούν παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εμπόδιο στην απόλαυση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η βία κατά των γυναικών συνιστά εκδήλωση των ιστορικά άνισων σχέσεων ισχύος μεταξύ γυναικών και ανδρών, οι οποίες έχουν οδηγήσει στην επικυριαρχία και σε διακρίσεις κατά των γυναικών από τους άνδρες και στην παρακώλυση της πλήρους προόδου των γυναικών,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η φύση της ασκούμενης βίας κατά των γυναικών ως βία βασιζόμενη στο φύλο, αποτελεί έναν από τους κοινωνικούς μηχανισμούς μέσω των οποίων οι γυναίκες τίθενται σε υποδεέστερη θέση, σε σύγκριση με τους άνδρες,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι γυναίκες και τα νεαρά κορίτσια συχνά εκτίθενται σε επαχθείς μορφές βίας, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική βία, η σεξουαλική παρενόχληση, η ψυχολογική βία, η οικονομική βία, ο βιασμός, η παρενοχλητική παρακολούθηση, η διάδοση πορνογραφικού ή σεξουαλικού υλικού, ο εξαναγκασμός σε σύναψη γάμου, τα εγκλήματα που διαπράττονται στο όνομα της ούτω καλουμένης «τιμής» και σε ακρωτηριασμό των γεννητικών οργάνων, οι οποίες συνιστούν σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών και των κοριτσιών, καθώς και μείζον εμπόδιο στην επίτευξη ισότητας μεταξύ γυναικών και ανδρών,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ υπάρχουν συνεχιζόμενες παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατά τη διάρκεια ένοπλων συγκρούσεων, οι οποίες επηρεάζουν τους πολίτες, ειδικά τις γυναίκες με τη μορφή ευρέος ή συστηματικού βιασμού και σεξουαλικής βίας και πιθανότητας αυξημένης βίας με βάση το φύλο, τόσο κατά τη διάρκεια όσο και μετά τις συγκρούσεις,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ οι γυναίκες και τα κορίτσια είναι εκτεθειμένα σε μεγαλύτερο κίνδυνο βίας με βάση το φύλο από ό,τι οι άνδρες και τα αγόρια,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η ενδοοικογενειακή βία επηρεάζει τις γυναίκες σε δυσανάλογο βαθμό εν σχέσει προς τους άνδρες, χωρίς να παραγνωρίζεται ότι και οι άνδρες δύναται να αποτελέσουν θύματα ενδοοικογενειακής βίας,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ και τα παιδιά όταν είναι μάρτυρες βίας στην οικογένεια, αποτελούν θύματα ενδοοικογενειακής βίας,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, η θέσπιση ή η λήψη ειδικών μέτρων τα οποία κρίνονται αναγκαία για την πρόληψη και προστασία των γυναικών από την άσκηση βίας με βάση το φύλο δεν λογίζονται ως διακριτική μεταχείριση, σύμφωνα με τις διατάξεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής των διατάξεων του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Κυρωτικού) Νόμου, και του περί της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για την Εξάλειψη κάθε Μορφής Διάκρισης σε βάρος της Γυναίκας (Κυρωτικού) Νόμου, κρίνεται αναγκαία η θέσπιση ειδικών νομοθετικών μέτρων,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, εφαρμόζεται σε συνάρτηση με τους Νόμους που εκτίθενται στον Δεύτερο Πίνακα του περί της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας (Κυρωτικού) Νόμου,

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ συναφείς βασικές αρχές ανθρωπίνων δικαιωμάτων τις οποίες η Δημοκρατία οφείλει να υλοποιεί, ανακύπτουν από το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα των Ηνωμένων Εθνών, τα οποία κυρώθηκαν με τον υπ՚ Αρ. 14 του 1969 Νόμο, τη Σύμβαση για την Εξάλειψη όλων των Μορφών Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW) των Ηνωμένων Εθνών, και το Προαιρετικό της Πρωτόκολλο το οποίο κυρώθηκε με τον υπ’ Αρ. 1 (ΙΙΙ) του 2002 Νόμο, καθώς και τη Γενική Σύσταση Αριθ. 19 της Επιτροπής CEDAW για τη Βία κατά των Γυναικών, τη Διακήρυξη του Πεκίνου και την Πλατφόρμα Δράσης που εγκρίθηκε στο Πεκίνο στις 15 Σεπτεμβρίου 1995 από την Τέταρτη Παγκόσμια Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη Γυναίκα (Δράση για Ισότητα, Ανάπτυξη και Ειρήνη), τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία κυρώθηκε με τον υπ՚ Αρ. 243 του 1990 Νόμο και τα Προαιρετικά της Πρωτοκόλλα τα οποία κυρώθηκαν με τους υπ’ Αρ. 6 (ΙΙΙ) του 2006 και 13 (III) του 2017 Νόμους και τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα των Ατόμων με Αναπηρία, η οποία κυρώθηκε με τον υπ’ Αριθμό 8 (III) του 2011 Νόμο,

Για όλους αυτούς τους λόγους, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως: