44.-(1) Βασική ή/και σημαντική οντότητα η οποία δεν κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην Αρχή συμβάν με σοβαρό αντίκτυπο στη συνέχεια των βασικών υπηρεσιών της είναι ένοχη αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης της, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) [Διαγράφηκε].
(3) Βασική ή/και σημαντική οντότητα η οποία δεν λαμβάνει κατάλληλα και αναλογικά τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για τη διαχείριση των κινδύνων όσον αφορά την ασφάλεια των δικτύων και συστημάτων πληροφοριών που χρησιμοποιεί στις δραστηριότητές της είναι ένοχη αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης της, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(4) [Διαγράφηκε].
(5) Πρόσωπο το οποίο δεν παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία του ζητηθεί από την Αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 20, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία της απαίτησης είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (€3.400).
(6) Πρόσωπο από το οποίο η Αρχή απαιτεί να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις Κανονισμών που εκδίδει η Ευρωπαϊκή Ένωση, και παραλείπει να το πράξει εντός της καθορισμένης ημερομηνίας των δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία της απαίτησης είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους έξι (6) μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (€3.400) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(7) Πρόσωπο το οποίο παραβιάζει οποιαδήποτε διάταξη των Αποφάσεων και/ή Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναφορικά με την ασφάλεια δικτύων και συστημάτων πληροφοριών είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δεκαπέντε χιλιάδες ευρώ (€15.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.