Γενικές διατάξεις

37.-(1)(α) Τα ΙΕΣΠ διαθέτουν τις ακόλουθες βασικές λειτουργίες:

(i) Λειτουργία διαχείρισης κινδύνων,

(ii) λειτουργία εσωτερικού ελέγχου, και

(iii) όπου συντρέχει περίπτωση, αναλογιστική λειτουργία.

(β) Τα ΙΕΣΠ επιτρέπουν στα πρόσωπα που ασκούν βασικές λειτουργίες να ασκούν τα καθήκοντά τους αποτελεσματικά, με αντικειμενικό, δίκαιο και ανεξάρτητο τρόπο:

Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις διατάξεις της δεύτερης επιφύλαξης του εδαφίου (2) του άρθρου 20,

(α) κατά τα πρώτα τρία έτη από την ορισθείσα ημερομηνία, τα ΙΕΣΠ που έχουν λιγότερα από 15 μέλη και

(β) κατά τους πρώτους 18 μήνες από την ορισθείσα ημερομηνία, τα ΙΕΣΠ που έχουν από 15 μέχρι 99 μέλη,

δεν υποχρεούνται να διαθέτουν λειτουργία διαχείρισης κινδύνων και λειτουργία εσωτερικού ελέγχου.

(2) Τα ΙΕΣΠ μπορούν να επιτρέπουν σε ένα μεμονωμένο πρόσωπο ή μια μεμονωμένη οργανωτική μονάδα να ασκεί περισσότερες από μία βασικές λειτουργίες, με εξαίρεση τη λειτουργία του εσωτερικού ελέγχου που αναφέρεται στο άρθρο 39, η οποία είναι ανεξάρτητη από τις άλλες βασικές λειτουργίες.

(3) Το μεμονωμένο πρόσωπο ή η μεμονωμένη οργανωτική μονάδα που ασκεί μια βασική λειτουργία είναι διαφορετικό από εκείνο που ασκεί παρόμοια βασική λειτουργία στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση:

Νοείται ότι, ανάλογα με το μέγεθος, τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων του ΙΕΣΠ, ο Έφορος μπορεί να επιτρέπει στο ΙΕΣΠ να ασκεί βασικές λειτουργίες μέσω του ίδιου μεμονωμένου προσώπου ή της ίδιας οργανωτικής μονάδας, όπως και η χρηματοδοτούσα επιχείρηση, με την προϋπόθεση ότι το ΙΕΣΠ εξηγεί πώς αποτρέπει ή διαχειρίζεται οποιεσδήποτε συγκρούσεις συμφερόντων με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση.

(4) Τα πρόσωπα που ασκούν βασική λειτουργία αναφέρουν τυχόν σημαντικά ευρήματα και συστάσεις σε σχέση με τον τομέα της αρμοδιότητάς τους, στο διοικητικό, στο διαχειριστικό ή στο εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ που καθορίζει τα μέτρα τα οποία πρέπει να ληφθούν.

(5) Με την επιφύλαξη του προνομίου της μη αυτοενοχοποίησης, το πρόσωπο που ασκεί βασική λειτουργία ενημερώνει τον Έφορο, εάν το διοικητικό, το διαχειριστικό ή το εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ δεν λαμβάνει κατάλληλα και έγκαιρα διορθωτικά μέτρα στις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) όταν το πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα που ασκεί τη βασική λειτουργία έχει εντοπίσει ουσιαστικό κίνδυνο μη συμμόρφωσης του ΙΕΣΠ προς ουσιωδώς σημαντική κανονιστική απαίτηση και τον έχει αναφέρει στο διοικητικό, στο διαχειριστικό ή στο εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ και όταν αυτό θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στα συμφέροντα των μελών και των δικαιούχων, ή

(β) όταν το πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα που ασκεί τη βασική λειτουργία έχει παρατηρήσει σημαντική παράβαση ουσίας του παρόντος Νόμου ή άλλου νόμου, των κανόνων λειτουργίας ή των διοικητικών διατάξεων που εφαρμόζονται στο ΙΕΣΠ και στις δραστηριότητές του στο πλαίσιο της βασικής λειτουργίας που ασκεί το εν λόγω πρόσωπο ή η οργανωτική μονάδα και την έχει αναφέρει στο διοικητικό, στο διαχειριστικό ή στο εποπτικό όργανο του ΙΕΣΠ.