Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αναλογιστής» σημαίνει εταίρο μέλος ενός από τα σώματα επαγγελματιών αναλογιστών που αναγνωρίζονται από το International Actuarial Association ή από το Actuarial Association of Europe.

«αρμόδια αρχή» σημαίνει την αρχή που έχει ορισθεί σε κράτος μέλος να ασκεί τα καθήκοντα που προβλέπονται στην Οδηγία (ΕΕ) 2016/2341.

«αυτοτελώς εργαζόμενος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

«βασική λειτουργία» σημαίνει, στο πλαίσιο ενός συστήματος διακυβέρνησης, την ικανότητα ανάληψης πρακτικών καθηκόντων, η οποία περιλαμβάνει τη λειτουργία διαχείρισης κινδύνων, τη λειτουργία εσωτερικού ελέγχου και την αναλογιστική λειτουργία.

«βιομετρικοί κίνδυνοι» σημαίνει τους κινδύνους που συνδέονται με το θάνατο, την ανικανότητα και τη μακροζωία.

«διασυνοριακή δραστηριότητα» σημαίνει τη διαχείριση συνταξιοδοτικού σχεδίου στο οποίο η σχέση μεταξύ της χρηματοδοτούσας επιχείρησης και των ενδιαφερομένων μελών και δικαιούχων, διέπεται από τη σχετική με τον τομέα των επαγγελματικών συνταξιοδοτικών σχεδίων κοινωνική και εργατική νομοθεσία, άλλου κράτους μέλους από το κράτος μέλος καταγωγής.

«διαχειριστική επιτροπή» σημαίνει το όργανο που έχει την τελική ευθύνη διαχείρισης ΙΕΣΠ, σύμφωνα με τους κανόνες λειτουργίας του.

«Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα» σημαίνει τα εκάστοτε σε ισχύ Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα (International Accounting Standards (IASs)), τα Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (International Financial Reporting Standards (IFRSs)) και τις ερμηνείες τους (SIC-IFRIC interpretations), τις τροποποιήσεις των προτύπων αυτών και των ερμηνειών τους και οποιαδήποτε πρότυπα και ερμηνείες τους που εκάστοτε εκδίδονται ή εγκρίνονται από το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων (International Accounting Standards Board (IASB)), όπως αυτά υιοθετούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση σύμφωνα με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1606/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19ης Ιουλίου 2002, για την εφαρμογή διεθνών λογιστικών προτύπων», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 297/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008.

«δικαιούχος» σημαίνει το άτομο το οποίο εισπράττει περιοδικές συνταξιοδοτικές παροχές από Ταμείο Συντάξεων ή Ταμείο Προνοίας.

«Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο από τον περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

«ΕΑΑΕΣ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων, η οποία συγκροτήθηκε με την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Νοεμβρίου 2010, για τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/79/ΕΚ της Επιτροπής».

«εγγεγραμμένο ΙΕΣΠ» σημαίνει ΙΕΣΠ καταχωρισμένο στο Μητρώο.

«ελεγκτής» σημαίνει-

(α) ελεγκτή κατά τα προβλεπόμενα στον περί Εταιρειών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και

(β) το Γενικό Ελεγκτή της Δημοκρατίας, αναφορικά με τα ΙΕΣΠ των οποίων ο έλεγχος υπάγεται στην αρμοδιότητα του.

«επιθεωρητής» σημαίνει πρόσωπο που ορίστηκε ως επιθεωρητής δυνάμει του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

επιχείρηση» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ασκεί οικονομικής ή/και εμπορικής φύσης δραστηριότητες, ανεξάρτητα αν αυτές οι δραστηριότητες είναι κερδοσκοπικές ή όχι, και περιλαμβάνει κάθε επιχείρηση ιδιωτικού ή δημόσιου δικαίου στην οποία το Δημόσιο δύναται να ασκήσει αποφασιστική επιρροή, άμεσα ή έμμεσα, λόγω κυριότητας, οικονομικής συμμετοχής ή δυνάμει διατάξεων που διέπουν την επιχείρηση. Για τους σκοπούς του παρόντος ορισμού θεωρείται ότι ασκείται αποφασιστική επιρροή, όταν το Δημόσιο άμεσα ή έμμεσα-

(α) διαθέτει την πλειοψηφία του καλυφθέντος κεφαλαίου της επιχείρησης, ή

(β) διαθέτει την πλειοψηφία των δικαιωμάτων ψήφου που συνδέονται με μερίδια της επιχείρησης, ή

(γ) δύναται να διορίζει πέραν του 50% του αριθμού των μελών των οργάνων της διοίκησης, διεύθυνσης ή εποπτείας της επιχείρησης.

«έδρα» σημαίνει, σε σχέση με ένα ΙΕΣΠ, το διοικητικό κατάστημα στο οποίο λαμβάνονται οι κύριες στρατηγικές αποφάσεις του ΙΕΣΠ.

«εργαζόμενος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «μισθωτός» από τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

«εργοδότης» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή οποιαδήποτε άλλη οντότητα με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, που απασχολεί έναν ή περισσότερους εργαζόμενους και περιλαμβάνει την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

«ευρύτερος δημόσιος τομέας» περιλαμβάνει κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία ή αρχή ή γραφείο ανεξάρτητου αξιωματούχου, κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένων των αρχών τοπικής αυτοδιοίκησης ή οποιοδήποτε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον και τα κεφάλαια του οποίου είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα από τη Δημοκρατία.

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Έφορος» σημαίνει το πρόσωπο που ορίζεται ως Έφορος Ιδρυμάτων Επαγγελματικών Συνταξιοδοτικών Παροχών κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 7, για να ενεργεί ως αρμόδια αρχή στη Δημοκρατία.

«θυγατρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον ίδιο όρο από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

«ίδρυμα επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών», ή «ΙΕΣΠ» σημαίνει το ίδρυμα το οποίο λειτουργεί, ανεξαρτήτως της νομικής του μορφής, σε κεφαλαιοποιητική βάση και-

(α) ιδρύεται, ξεχωριστά από οποιαδήποτε χρηματοδοτούσα επιχείρηση ή επαγγελματική ένωση, με στόχο να χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές στο πλαίσιο μιας επαγγελματικής δραστηριότητας με βάση συμφωνία ή σύμβαση, η οποία έχει συναφθεί:

(i) μεμονωμένα ή συλλογικά μεταξύ εργοδότη/ών και εργαζομένου/ων ή των αντίστοιχων εκπροσώπων τους ή-

(ii) με αυτοτελώς εργαζομένους, μεμονωμένα ή συλλογικά.

(β) ιδρύεται από επαγγελματικό σύλλογο, ο οποίος ασκεί κατά νόμο ρυθμιστικές αρμοδιότητες, ή από ή με συμφωνία με κατά νόμο εγγεγραμμένη επαγγελματική οργάνωση αυτοτελώς εργαζομένων, ξεχωριστά από τον εν λόγω σύλλογο ή οργάνωση, με στόχο να χορηγεί συνταξιοδοτικές παροχές στα μέλη του ή μέλη της, ανάλογα με την περίπτωση,

κατά το δίκαιο της Δημοκρατίας και κατά το δίκαιο του κράτους μέλους υποδοχής, προκειμένου περί ΙΕΣΠ που ασκεί διασυνοριακές δραστηριότητες, και το οποίο αναπτύσσει δραστηριότητες που συνδέονται άμεσα με το στόχο της χορήγησης συνταξιοδοτικών παροχών,

«ΙΕΣΠ κράτους μέλους» σημαίνει ΙΕΣΠ του οποίου το κράτος μέλος καταγωγής, δεν είναι η Δημοκρατία,

«κανόνες λειτουργίας» σημαίνει νομοθεσία, καταστατικό ή άλλο έγγραφο, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει των οποίων ιδρύεται και λειτουργεί το ΙΣΕΠ.

«Κανονισμοί» σημαίνει Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004» σημαίνει την πράξη (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 987/2009» σημαίνει την πράξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Σεπτεμβρίου 2009, για καθορισμό της διαδικασίας εφαρμογής του κανο-νισμού (ΕΚ) αριθ. 883/2004 για τον συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας.

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για τους οργανισμούς αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 και όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών”, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 και όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 27ης Απριλίου 2016 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (Γενικός Κανονισμός για την Προστασία Δεδομένων) και όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«κράτος μέλος» σημαίνει το κράτος που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή/και συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό χώρο, η οποία υπογράφτηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το πρωτόκολλο, που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, όπως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει το κράτος μέλος στο οποίο έχει καταχωριστεί ή εγκριθεί το ΙΕΣΠ και στο οποίο βρίσκεται η έδρα του·

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει το κράτος μέλος του οποίου η κοινωνική και εργατική νομοθεσία, σχετικά με τα επαγγελματικά συνταξιοδοτικά σχέδια, διέπει τις σχέσεις μεταξύ χρηματοδοτούσας επιχείρησης και μελών ή δικαιούχων του ΙΕΣΠ·

«λογαριασμοί» σημαίνει την πλήρη σειρά οικονομικών καταστάσεων, όπως ορίζεται στα Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα·

«μέλος» σημαίνει το άτομο, εκτός από δικαιούχο ή υποψήφιο μέλος, του οποίου οι παρελθούσες ή τρέχουσες επαγγελματικές δραστηριότητες του δίνουν ή θα του δώσουν το δικαίωμα σε συνταξιοδοτικές παροχές, σύμφωνα με τις διατάξεις του συνταξιοδοτικού σχεδίου:

Νοείται ότι, προκειμένου περί Ταμείου Προνοίας, το μέλος το οποίο δικαιούται να λάβει τα σωρευμένα δικαιώματα του με τη μορφή εφάπαξ πληρωμής, διατηρεί την ιδιότητα του μέλους μέχρι την είσπραξη αυτής της πληρωμής·

«μεταφέρον ΙΕΣΠ», για τους σκοπούς του άρθρου 25, σημαίνει ΙΕΣΠ το οποίο μεταφέρει, πλήρως ή εν μέρει, το παθητικό, τα τεχνικά αποθεματικά, και άλλες υποχρεώσεις και δικαιώματα ενός συνταξιοδοτικού σχεδίου, καθώς και τα αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού ή ισοδύναμο χρηματικό ποσό, σε ΙΕΣΠ που έχει καταχωριστεί ή εγκριθεί σε άλλο κράτος μέλος και για σκοπούς μεταφοράς δυνάμει του άρθρου 75, περιλαμβάνει ΙΕΣΠ εγγεγραμμένο στη Δημοκρατία·

«μητρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον ίδιο όρο από το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου·

«Μητρώο» σημαίνει το μητρώο στο οποίο καταχωρίζεται κάθε εγκεκριμένο από τον Έφορο ΙΕΣΠ και το οποίο αυτός τηρεί κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 8·

«μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ» σημαίνει τον μηχανισμό οργανωμένης διαπραγμάτευσης ή ΜΟΔ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 23 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

«Οδηγία» σημαίνει κανονιστικού περιεχομένου Οδηγία που εκδίδεται από τον Έφορο δυνάμει του άρθρου 89 και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·

«Οδηγία 2002/83/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2002/83/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, σχετικά με την ασφάλιση ζωής, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2008/19/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Μαρτίου 2008·

«Οδηγία 2003/41/ΕΚ» σημαίνει την πράξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 3ης Ιουνίου 2003, για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών˙

«Οδηγία 2004/39/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/6/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2010/78/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010·

«Οδηγία 2006/31/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2006/31/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Απριλίου 2006, σχετικά με την τροποποίηση της Οδηγίας 2004/39/ΕΚ για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, ως προς ορισμένες προθεσμίες»·

«Οδηγία 2006/48/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2006/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Ιουνίου 2006, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριότητας «πιστωτικών ιδρυμάτων (αναδιατύπωση)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010·

«Οδηγία 2009/65/ΕΚ» σημαίνει την πράξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Ιουλίου 2009, για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)˙

«Οδηγία 2009/138/ΕΚ» σημαίνει την πράξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II)·

«Οδηγία 2011/61/ΕΕ» σημαίνει την πράξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010˙

«Οδηγία 2013/36/ΕΕ» σημαίνει την πράξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ·

«Οδηγία 2014/65/ΕΕ» σημαίνει την πράξη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ·

«όμιλος» σημαίνει όμιλο του οποίου η επιχείρηση είναι μέρος και ο οποίος αποτελείται από-

(α) τη μητρική επιχείρηση,

(β) τις θυγατρικές της,

(γ) τις επιχειρήσεις στις οποίες η μητρική επιχείρηση ή οι θυγατρικές της κατέχουν συμμετοχή, άμε-σα ή μέσω ελέγχου, τουλάχιστον του 10% των δικαιωμάτων ψήφου ή του 20% του κεφαλαίου,

(δ) την επιχείρηση ή τις επιχειρήσεις που, χωρίς να συνδέονται με τη μητρική επιχείρηση με τις σχέσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (β) και (γ)-

(i) έχουν τεθεί με τη μητρική επιχείρηση υπό ενιαία διεύθυνση κατόπιν σύμβασης που έχει συναφθεί με τη μητρική επιχείρηση ή σύμφωνα με τους όρους των καταστατικών τους, ή

(ii) τα διοικητικά, διαχειριστικά ή εποπτικά τους όργανα αποτελούνται κατά πλειοψηφία από τα ίδια πρόσωπα, τα οποία ασκούν καθήκοντα κατά τη διάρκεια της υπό επισκόπηση περιόδου κατά την οποία γίνονται οικονομικές καταστάσεις και μέχρι την κατάρτιση των ενοποιημένων λογαριασμών·

«ορισθείσα ημερομηνία» σημαίνει την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου σύμφωνα με το άρθρο 96·

«παραλαμβάνον ΙΕΣΠ», για τους σκοπούς του άρθρου 25, σημαίνει ΙΕΣΠ το οποίο παραλαμβάνει, πλήρως ή εν μέρει, το παθητικό, τα τεχνικά αποθεματικά, και άλλες υποχρεώσεις και δικαιώματα ενός συνταξιοδοτικού σχεδίου, καθώς και τα αντίστοιχα στοιχεία ενεργητικού ή ισοδύναμο χρηματικό ποσό, από ΙΕΣΠ που έχει καταχωριστεί ή εγκριθεί σε άλλο κράτος μέλος και για σκοπούς παραλαβής δυνάμει του άρθρου 75, περιλαμβάνει ΙΕΣΠ εγγεγραμμένο στη Δημοκρατία·

«πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ» σημαίνει τον πολυμερή μηχανισμό διαπραγμάτευσης ή ΠΜΔ, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 22 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

«πρόσωπο που ασκεί πραγματική διοίκηση» σημαίνει το φυσικό πρόσωπο που έχει την αρμοδιότητα για την εκτέλεση των αποφάσεων της διαχειριστικής επιτροπής ή και την ευθύνη για την άσκηση των δραστηριοτήτων που απαιτούνται για την εύρυθμη λειτουργία του ΙΕΣΠ σύμφωνα με τους κανόνες λειτουργίας του και τον παρόντα Νόμο·

«ρυθμιζόμενη αγορά» σημαίνει ρυθμιζόμενη αγορά, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 σημείο 21 της οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

«σταθερό μέσο» σημαίνει μέσο το οποίο παρέχει σε μέλος ή δικαιούχο τη δυνατότητα να αποθηκεύει πληροφορίες απευθυνόμενες προσωπικά στο συγκεκριμένο μέλος ή στον συγκεκριμένο δικαιούχο, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέξει σε αυτές μελλοντικά και επί χρονικό διάστημα επαρκές για τους σκοπούς που εξυπηρετούν οι πληροφορίες, και το οποίο επιτρέπει την ακριβή αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

«συνταξιοδοτικές παροχές» σημαίνει τις χρηματικές παροχές που καταβάλλονται με γνώμονα τη συνταξιοδότηση ή την αναμονή για τη συνταξιοδότηση ή, εφόσον είναι συμπληρωματικές των εν λόγω συνταξιοδοτικών παροχών και παρέχονται επικουρικά, υπό μορφή πληρωμών σε περίπτωση θανάτου, μόνιμης ανικανότητας για εργασία , ή παύσης της απασχόλησης, ή υπό μορφή καταβολής ενισχύσεων ή παροχής υπηρεσιών σε περίπτωση ασθενείας, ένδειας ή θανάτου. Προκειμένου να διευκολύνεται η οικονομική ασφάλεια κατά τη σύνταξη, οι παροχές αυτές μπορούν να λαμβάνουν τη μορφή πληρωμών εφ' όρου ζωής, πληρωμών για προσωρινό χρονικό διάστημα, εφάπαξ ποσού ή οιουδήποτε συνδυασμού αυτών·

«συνταξιοδοτικό σχέδιο» σημαίνει το νόμο, τη σύμβαση, τη συμφωνία, περιλαμβανομένης συλλογικής συμφωνίας το έγγραφο) και τους κανόνες που καθορίζουν ποιές συνταξιοδοτικές παροχές χορηγούνται και υπό ποιούς όρους·

«συνταξιοδοτικό σχέδιο καθορισμένων εισφορών» σημαίνει συνταξιοδοτικό σχέδιο στο οποίο το επίπεδο παροχών δεν προκαθορίζεται, αλλά εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το σωρευμένο υπέρ του μέλους ποσό εισφορών και την επενδυτική του απόδοση, μείον τα διοικητικά και άλλα έξοδα του σχεδίου·

«συνταξιοδοτικό σχέδιο καθορισμένων παροχών» σημαίνει συνταξιοδοτικό σχέδιο το οποίο προβλέπει για προκαθορισμένο επίπεδο παροχών και το οποίο υπολογίζεται σε συνάρτηση με προκαθορισμένους παράγοντες, όπως η υπηρεσία και οι αποδοχές, άλλους από την εκάστοτε απαιτούμενη για τη χρηματοδότηση του εισφορά·

«Ταμείο Προνοίας» σημαίνει ΙΕΣΠ το οποίο διαχειρίζεται συνταξιοδοτικό σχέδιο καθορισμένων εισφορών, το οποίο καταβάλλει συνταξιοδοτικές παροχές υπό μορφή είτε εφάπαξ πληρωμών είτε περιοδικών πληρωμών ορισμένης διάρκειας ή εφόρου ζωής, καθώς και Ταμείο Προνοίας που εγγυάται το ίδιο ένα συγκεκριμένο εφάπαξ ποσό ή μια συγκεκριμένη απόδοση των επενδύσεων του·

«Ταμείο Συντάξεων» σημαίνει ΙΕΣΠ το οποίο διαχειρίζεται συνταξιοδοτικό σχέδιο καθορισμένων παροχών που καταβάλλονται υπό μορφή περιοδικών πληρωμών ή εν μέρει υπό μορφή περιοδικών πληρωμών και εν μέρει υπό μορφή εφάπαξ πληρωμών·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·

«υποψήφιο μέλος» σημαίνει το άτομο που πληροί τις προϋποθέσεις για να ενταχθεί σε συνταξιοδοτικό σχέδιο·

«χρηματοδοτούσα επιχείρηση» σημαίνει οποιαδήποτε επιχείρηση, ή άλλο φορέα, ανεξαρτήτως του εάν περιλαμβάνει ή απαρτίζεται από ένα ή περισσότερα νομικά ή φυσικά πρόσωπα, η οποία ενεργεί υπό την ιδιότητα εργοδότη ή ελευθέρου επαγγελματία ή οποιουδήποτε συνδυασμού αυτών, και χρηματοδοτεί ή συγχρηματοδοτεί συνταξιοδοτικό σχέδιο και περιλαμβάνει την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας ως εργοδότη και τους εργοδότες που εμπίπτουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.