Διάταγμα απαγόρευσης διενέργειας στοιχήματος ή παροχής υπηρεσιών στοιχήματος ή αναστολή λειτουργίας υποστατικού

94.-(1) Η Αρχή ή μέλος της Αστυνομίας κατ’ εντολή του Αρχηγού της Αστυνομίας, δύναται να υποβάλει ενώπιον του Δικαστηρίου μονομερή αίτηση, σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την καταχώριση κατηγορητηρίου για αδίκημα κατά παράβαση των άρθρων 79, 83, 84, 85, 86 και 87 και το Δικαστήριο δύναται να εκδώσει προσωρινό διάταγμα απαγόρευσης διενέργειας στοιχήματος ή παροχής υπηρεσιών στοιχήματος ή κατοχής ή λειτουργίας παιγνιομηχανημάτων περιορισμένου οφέλους ή παροχής υπηρεσιών για διεξαγωγή παιγνιομηχανημάτων περιορισμένου οφέλους ή κατοχής ή λειτουργίας μηχανών με τις οποίες παρέχονται υπηρεσίες ή παροχής υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών καζίνου παρεχομένων με απευθείας σύνδεση ή παροχής ή/και διάταγμα αναστολής της λειτουργίας οποιουδήποτε υποστατικού ή τόπου που συνδέεται με το εκδικαζόμενο αδίκημα, το οποίο διάταγμα δύναται να οριστεί ως επιστρεπτέο, αφού ικανοποιηθεί ότι -

(α) Το κατηγορητήριο περιέχει αναφορά στα αδικήματα τα οποία αναφέρονται στο παρόν άρθρο· και

(β) υπάρχει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία που να συνδέει συγκεκριμένο πρόσωπο ή υποστατικό με το εκδικαζόμενο αδίκημα:

Νοείται ότι, για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου εφαρμόζεται κατ’ αναλογία η Διαταγή 48 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών.

(2) Δικαστήριο το οποίο κρίνει ένοχο πρόσωπο για οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση του άρθρου 79, 83, 84, 85, 86 και 87, επιπρόσθετα με την επιβολή ποινής και αφού λάβει υπόψη του κατά πόσο υπάρχει εύλογος κίνδυνος τέλεσης νέου παρόμοιας φύσης αδικήματος στο μέλλον, δύναται να διατάξει το πρόσωπο -

(α) Να διακόψει ή αναστείλει οποιεσδήποτε ενέργειες ή πρακτικές ή υπηρεσίες που σχετίζονται με το αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί· και/ή

(β) να κλείσει και διατηρήσει κλειστό οποιοδήποτε υποστατικό σε σχέση με το οποίο έχει διαπραχθεί το αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί,

αμέσως ή εντός εύλογης προθεσμίας και υπό όρους που το Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο ή αναγκαίο να καθορίσει στο διάταγμα, με σκοπό την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των κανονισμών.

(3) Σε περίπτωση που εκδίδεται διάταγμα, σύμφωνα με το εδάφιο (1) ή (2), και το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί εντός του χρόνου που καθορίζεται σε αυτό, ο Αρχηγός Αστυνομίας προχωρεί στην εκτέλεση του διατάγματος και τα έξοδα της εκτέλεσής του επιβαρύνουν το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το διάταγμα και θεωρούνται και εισπράττονται ως χρηματική ποινή, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου.

(4) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου και το οποίο παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με αυτό εντός της χρονικής περιόδου που τυχόν καθορίζεται σε αυτό, ανεξαρτήτως αν ο Αρχηγός προχώρησε στην εκτέλεση ή εκτέλεσε το διάταγμα, είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες χιλιάδες ευρώ (€300.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.