Όροι υπηρεσίας και δικαιώματα των εργοδοτούμενων αορίστου χρόνου

5.-(1) Κάθε εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου, ο οποίος μεταφέρεται στο Υπουργείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, απολαμβάνει όλων των δικαιωμάτων και ωφελημάτων και υπόκειται σε όλες τις υποχρεώσεις και καθήκοντα των εργοδοτούμενων αορίστου χρόνου στη δημόσια υπηρεσία, όπως αυτά καθορίζονται στους βασικούς όρους απασχόλησής τους:

Νοείται ότι, τυχόν άδεια ανάπαυσης που βρίσκεται σε πίστη υπαλλήλου κατά την ημερομηνία μεταφοράς του στο Υπουργείο, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, μεταφέρεται στην υπηρεσία του στο Υπουργείο Οικονομικών και η άδεια ανάπαυσής του υπολογίζεται από την ημερομηνία αυτή με βάση τους όρους απασχόλησης των εργοδοτούμενων αορίστου χρόνου.

(2) Οι όροι υπηρεσίας των εργοδοτούμενων αορίστου χρόνου, οι οποίοι μεταφέρονται στο Υπουργείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, είναι οι όροι απασχόλησης που διέπουν τους εργοδοτούμενους αορίστου χρόνου στη δημόσια υπηρεσία σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου.

(3) Κάθε εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου που μεταφέρεται στο Υπουργείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οφείλει να συμμορφώνεται με τις νομοθετικές διατάξεις και τις σύμφωνες προς αυτές διοικητικές οδηγίες και εγκύκλιες διαταγές, οι οποίες ισχύουν στη δημόσια υπηρεσία.

(4) Κατά την ημερομηνία που ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ, οποιαδήποτε προσωπική ή ομαδική, γραπτή ή προφορική συμφωνία μεταξύ του υπαλλήλου και του Ιδρύματος ή σύμβαση ή συλλογική σύμβαση εργασίας ή άλλη σχέση μεταξύ του υπαλλήλου και του Ιδρύματος θεωρείται ότι λήγει αυτοδικαίως και δεν έχει οποιαδήποτε ισχύ.