Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο-

«αμοιβαίο κεφάλαιο» σημαίνει ομάδα περιουσίας της οποίας τα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν από κοινού και εξ αδιαιρέτου στους μεριδιούχους της, που έχει λάβει άδεια να λειτουργεί ως ΟΕΕ δυνάμει των διατάξεων του Κεφαλαίου 2 του Μέρους II ή που δύναται να λειτουργεί ως ΚΟΕΕ δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIII·

«ανώτερα διοικητικά στελέχη» σημαίνει φυσικά πρόσωπα που ασκούν ουσιαστικά μία από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του εξωτερικού διαχειριστή ή του ΟΕΕ, σε περίπτωση που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος OEE και, όπου εφαρμόζεται, τα εκτελεστικά μέλη του διευθυντικού οργάνου που ασκούν ουσιαστικά μία από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του εξωτερικού διαχειριστή ή του ΟΕΕ, σε περίπτωση που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ∙

«αρχικό κεφάλαιο» σημαίνει τα ελάχιστα ίδια κεφάλαια που-

(α) απαιτούνται διά του παρόντος Νόμου· και

(β) αποτελούνται από-

(i) το εκδοθέν και καταβληθέν κεφάλαιο τάξης μετοχών που δεν δημιουργείται για σκοπούς επενδύσεων, στο οποίο προστίθεται η διαφορά από την έκδοση μετοχών υπέρ το άρτιο, εξαιρουμένων των σωρευτικών προνομιούχων μετοχών· και

(ii) τα αποθεματικά που αναλογούν στην τάξη μετοχών που δεν δημιουργούνται για σκοπούς επενδύσεων, εξαιρουμένων των αποθεματικών αναπροσαρμογής, καθώς και τα αδιανέμητα κέρδη προηγούμενων ετών που αναλογούν στην τάξη μετοχών που δεν δημιουργούνται για σκοπούς επενδύσεων και που μεταφέρονται στον λογαριασμό κερδοζημιών μέσω της διάθεσης του τελικού αποτελέσματος· και

(γ) καταβάλλονται σε μετρητά ή σε περιουσιακά στοιχεία αμέσως μετατρέψιμα σε μετρητά∙

«βασικός μεσίτης» σημαίνει οποιονδήποτε από τους ακόλουθους:

(α) Πιστωτικό ίδρυμα,

(β) επιχείρηση επενδύσεων,

(γ) άλλη οντότητα που-

(i) υπόκειται σε προληπτική ρύθμιση και συνεχή εποπτεία,

(ii) προσφέρει υπηρεσίες σε επαγγελματίες επενδυτές, πρώτιστα για τη χρηματοδότηση ή πραγματοποίηση συναλλαγών σε χρηματοοικονομικά μέσα ως αντισυμβαλλόμενο μέρος και

(iii) μπορεί επίσης να παρέχει άλλες υπηρεσίες, όπως εκκαθάριση και διακανονισμό συναλλαγών, υπηρεσίες θεματοφυλακής, δανειοδοσία τίτλων, ειδικά προσαρμοσμένη τεχνολογία, και μέσα και εγκαταστάσεις επιχειρησιακής υποστήριξης∙

«δευτερογενής αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στους όρους «ρυθμιζόμενη αγορά» και «πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» από το άρθρο 2(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και περιλαμβάνει, στην περίπτωση της ρυθμιζόμενης αγοράς, και το τμήμα τέτοιας αγοράς που αποτελεί το ίδιο ανεξάρτητη ρυθμιζόμενη αγορά·

«διάθεση» ή «διάθεση μεριδίων» σημαίνει κάθε άμεση ή έμμεση προσφορά ή τοποθέτηση, με πρωτοβουλία του εξωτερικού διαχειριστή ή στο όνομα του εξωτερικού διαχειριστή, μεριδίων του ΟΕΕ, τον οποίο o εν λόγω εξωτερικός διαχειριστής διαχειρίζεται, σε επενδυτές οι οποίοι-

(α) είναι εγκατεστημένοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε τρίτη χώρα, σε περίπτωση που είναι φυσικά πρόσωπα· ή

(β) έχουν την καταστατική τους έδρα ή το εγγεγραμμένο τους γραφείο στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε τρίτη χώρα, σε περίπτωση που είναι νομικά πρόσωπα·

«διανομή» σημαίνει πληρωμή που διενεργείται από ΟΕΕ σε μεριδιούχο του, εξαιρουμένης της πληρωμής που πραγματοποιείται σχετικά με την εξαγορά ή εξόφληση μεριδίων·

«διαπραγματεύσιμα μερίδια ΟΕΕ» σημαίνει τα μερίδια ή την κατηγορία μεριδίων διαπραγματεύσιμου ΟΕΕ, που έχουν αποτελέσει αντικείμενο εισαγωγής σε δευτερογενή αγορά προς διαπραγμάτευση·

«διαπραγματεύσιμος ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ ανοικτού ή κλειστού τύπου, του οποίου τα μερίδια ή κατηγορία μεριδίων έχουν αποτελέσει αντικείμενο εισαγωγής σε δευτερογενή αγορά προς διαπραγμάτευση·

«Διεθνή Πρότυπα Χρηματοοικονομικής Πληροφόρησης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί Εταιρειών Νόμου∙

«διευθυντικό όργανο» σημαίνει όργανο το οποίο-

(α) έχει την εξουσία να λαμβάνει εσωτερικά αποφάσεις στον εξωτερικό διαχειριστή ή στον ΟΕΕ, σε περίπτωση που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ, και το οποίο επιλαμβάνεται της εποπτικής ή/και διαχειριστικής λειτουργίας. και

(β) συνίσταται, κατά περίπτωση, από το διοικητικό συμβούλιο εταιρείας ή τον ομόρρυθμο συνέταιρο ετερόρρυθμου συνεταιρισμού·

«ΔΟΕΕ» σημαίνει ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας ή ΔΟΕΕ της ΕΕ ή ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ·

«ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου∙

«ΔΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ» σημαίνει εσωτερικά διαχειριζόμενο ΟΕΕ που συνιστά ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας∙

«ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου∙

«ΔΟΕΕ της ΕΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου∙

«εγγεγραμμένο γραφείο», σημαίνει-

(α) αναφορικά με εταιρεία το εγγεγραμμένο γραφείο που προβλέπεται στο άρθρο 102 του περί Εταιρειών Νόμου,

(β) αναφορικά με αλλοδαπή εταιρεία, τη διεύθυνση που προβλέπεται στο άρθρο 347(1)(δ) του περί Εταιρειών Νόμου,

(γ) αναφορικά με ετερόρρυθμο συνεταιρισμό, τον κύριο τόπο των εργασιών που προβλέπεται στο άρθρο 51(1)(γ) του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·

«ειδική συμμετοχή» σημαίνει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε εταιρεία ή άμεση ή έμμεση συμμετοχή ή κατοχή συμφέροντος σε ετερόρρυθμο συνεταιρισμό, η οποία -

(α) αντιπροσωπεύει ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατόν (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου. ή

(β) επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση της εταιρείας, στην οποία υφίσταται η συμμετοχή, ή του ετερόρρυθμου συνεταιρισμού στον οποίο υφίσταται η συμμετοχή ή κατοχή συμφέροντος·

«ελεγκτής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «νόμιμος ελεγκτής» από το άρθρο 2(1) του περί Ελεγκτών Νόμου·

«ενδεικτική καθαρή αξία του ενεργητικού του ΟΕΕ» σημαίνει την ενδιάμεση αξία, κατά τη διάρκεια ημέρας διαπραγμάτευσης, που αντιπροσωπεύει την καθαρή αξία του ενεργητικού του ΟΕΕ, με βάση τις πλέον πρόσφατες, εκείνη τη δεδομένη στιγμή αποτίμησης, πληροφορίες και σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στη δευτερογενή αγορά, όπου τα μερίδια του ΟΕΕ είναι διαπραγματεύσιμα·

«ενδεικτική τιμή διαπραγματεύσιμων μεριδίων ΟΕΕ» σημαίνει την ενδιάμεση αξία, κατά τη διάρκεια ημέρας διαπραγμάτευσης, που αντιπροσωπεύει την τιμή των μεριδίων του ΟΕΕ, με βάση τις πλέον πρόσφατες, εκείνη τη δεδομένη στιγμή αποτίμησης, πληροφορίες και σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν στη δευτερογενή αγορά, όπου τα μερίδια του ΟΕΕ είναι διαπραγματεύσιμα·

«ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «λογαριασμοί συγκροτημάτων» από το άρθρο 2(1) του περί Εταιρειών Νόμου∙

«εξωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ που έχει λάβει άδεια να λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του Κεφαλαίου 2 του Μέρους ΙΙ·

«εξωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕΠΑΠ» σημαίνει ΟΕΕΠΑΠ που έχει λάβει άδεια να λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VII∙

«εξωτερικός διαχειριστής» σημαίνει πρόσωπο που διορίστηκε, με σκοπό να διαχειρίζεται τις επενδύσεις ΟΕΕ ή ΚΟΕΕ ή ΟΕΕΠΑΠ, περιλαμβανομένου και του ΟΕΕ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ και του ΟΕΕΠΑΠ που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕΠΑΠ·

«ΕΟΧΔ» σημαίνει την Ομάδα Χρηματοοικονομικής Δράσης για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας, η οποία ιδρύθηκε με απόφαση της 15ης Συνόδου Κορυφής της Ομάδας των Επτά (G7), η οποία πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι από τη 14η έως την 16η Ιουλίου 1989∙

«επαγγελματίας επενδυτής» σημαίνει επενδυτή που θεωρείται επαγγελματίας πελάτης ή που είναι δυνατόν, κατόπιν αιτήματος, να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας πελάτης κατά την έννοια του Δεύτερου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

«επαρκώς ενημερωμένος επενδυτής» σημαίνει κάθε επενδυτή που δεν είναι επαγγελματίας επενδυτής, αλλά πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) βεβαιώνει γραπτώς-

(i) ότι έχει επαρκή γνώση και εμπειρία σε χρηματοοικονομικά και επιχειρηματικά θέματα, ώστε να είναι σε θέση να αξιολογεί τα οφέλη και τους κινδύνους που συνδέονται με τη σχεδιαζόμενη επένδυση και ότι έχει λάβει γνώση των κινδύνων που συνδέονται με τη σχεδιαζόμενη επένδυση. ή

(ii) ότι η επιχειρηματική του δραστηριότητα σχετίζεται με τη διαχείριση, απόκτηση ή πώληση περιουσιακών στοιχείων, είτε για δικό του λογαριασμό είτε για λογαριασμό τρίτων, του ίδιου είδους με τις επενδύσεις του ΟΕΕ. και

(β) (i) η επένδυσή του σε ΟΕΕ ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (€125.000). ή

(ii) έχει αξιολογηθεί ως επαρκώς ενημερωμένος επενδυτής από πιστωτικό ίδρυμα, ΔΟΕΕ, Εταιρεία Διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, ΕΠΕΥ ή από διαχειριστή ΟΕΕ που έχει λάβει άδεια από τη Δημοκρατία ή άλλο κράτος μέλος για τη διαχείριση επενδύσεων ΟΕΕ, τα περιουσιακά στοιχεία των οποίων δεν υπερβαίνουν τα όρια που προβλέπονται στο άρθρο 4(2) του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου ή στο αντίστοιχο Άρθρο 3, παράγραφος 2 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ, και από την ανωτέρω αξιολόγηση προκύπτει ότι διαθέτει επαρκή γνώση και εμπειρία σε χρηματοοικονομικά και επιχειρηματικά θέματα, προκειμένου να αξιολογεί τα οφέλη και τους κινδύνους που σχετίζονται με τη σχεδιαζόμενη επένδυση του ΟΕΕ με βάση την επενδυτική του πολιτική. ή

(iii) απασχολείται σε οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που προβλέπονται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) ως υπάλληλος και η συνολική αμοιβή που λαμβάνει τον φέρνει στο ίδιο μισθολογικό κλιμάκιο με τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν ουσιαστικά μία από τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του προσώπου που προβλέπεται στην υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) ή με τα εκτελεστικά μέλη του διευθυντικού οργάνου τους που ασκούν ουσιαστικά μία από τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες,

(γ) ανεξαρτήτως των διατάξεων των παραγράφων (α) και (β), είναι πρόσωπο που πραγματικά διευθύνει τον ΟΕΕ ή τον εξωτερικό του διαχειριστή ή είναι πρόσωπο που ασχολείται με τη διαχείριση επενδύσεων του συγκεκριμένου ΟΕΕ∙

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, που διέπεται από τις διατάξεις του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου∙

«επενδυτικό τμήμα» σημαίνει επενδυτικό τμήμα ενός ΟΕΕ ο οποίος έχει συσταθεί και λειτουργεί ως ΟΕΕ με τη δυνατότητα δημιουργίας επενδυτικών τμημάτων, το οποίο αποτελεί ξεχωριστή ομάδα περιουσίας·

«επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» ή «επιχείρηση επενδύσεων» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» από το άρθρο 2(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

«επιχειρηματική δραστηριότητα», σε σχέση με τον εξωτερικό διαχειριστή ή τον ΟΕΕ ή τον ΟΕΕΠΑΠ, σε περίπτωση που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ ή ΟΕΕΠΑΠ, αντίστοιχα, σημαίνει μόνο τις λειτουργίες διαχείρισης ΟΕΕ που προβλέπονται ρητά στο άρθρο 6(1), οι δε όροι «διεύθυνση εργασιών» και «διαχείριση εργασιών», αναφορικά με ετερόρρυθμο συνεταιρισμό, ερμηνεύονται ανάλογα∙

«εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ με τη μορφή είτε εταιρείας επενδύσεων είτε ετερόρρυθμου συνεταιρισμού με ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, ο οποίος έχει λάβει άδεια να λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του Κεφαλαίου 2 του Μέρους ΙΙ·

«εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕΠΑΠ» σημαίνει ΟΕΕΠΑΠ με τη μορφή είτε εταιρείας επενδύσεων είτε ετερόρρυθμου συνεταιρισμού με ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, ο οποίος έχει λάβει άδεια να λειτουργεί δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VII∙

«εταιρεία» σημαίνει-

(α) εταιρεία, κατά την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί Εταιρειών Νόμου. ή

(β) εταιρεία που έχει νόμιμα συσταθεί σε άλλο κράτος μέλος ή τρίτη χώρα·

«εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «Εταιρεία Διαχείρισης» από το άρθρο 2(1) του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου και περιλαμβάνει εταιρείες διαχείρισης που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας από άλλο κράτος μέλος δυνάμει νομοθεσίας που εναρμονίζεται με την Οδηγία 2009/65/ΕΚ·

«εταιρεία επενδύσεων» σημαίνει εταιρεία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου ή εταιρεία επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου·

«εταιρεία επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου» σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε ως εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με μετοχές δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου και έχει λάβει άδεια να λειτουργεί ως ΟΕΕ δυνάμει των διατάξεων του Κεφαλαίου 2 του Μέρους II ή ως ΟΕΕΠΑΠ δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VII ή δύναται να λειτουργεί ως ΚΟΕΕ δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIII, με τη μορφή εταιρείας επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου δυνάμει των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου∙

«εταιρεία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου» σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε ως ή μετατράπηκε σε εταιρεία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου και έχει λάβει άδεια να λειτουργεί ως ΟΕΕ δυνάμει των διατάξεων του Κεφαλαίου 2 του Μέρους II ή ως ΟΕΕΠΑΠ δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VII ή δύναται να λειτουργεί ως ΚΟΕΕ δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIII, με τη μορφή εταιρείας επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου δυνάμει των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου·

«ετερόρρυθμος συνεταιρισμός» ή «συνεταιρισμός» σημαίνει ετερόρρυθμο συνεταιρισμό εγγεγραμμένο δυνάμει των διατάξεων του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου, με ή χωρίς ξεχωριστή νομική προσωπικότητα, που έχει λάβει άδεια να λειτουργεί ως ΟΕΕ δυνάμει των διατάξεων του Κεφαλαίου 2 του Μέρους II ή ως ΟΕΕΠΑΠ δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VII ή δύναται να λειτουργεί ως ΚΟΕΕ δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIII, με τη μορφή ετερόρρυθμου συνεταιρισμού δυνάμει των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου·

«ετερόρρυθμος συνέταιρος» σημαίνει ετερόρρυθμο συνέταιρο ή ετερόρρυθμο συνέταιρο διά μετοχών, κατά την έννοια του άρθρου 2 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·

«ευρύ επενδυτικό κοινό» σημαίνει οποιονδήποτε επενδυτή που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να υπάγεται στην έννοια του επαγγελματία επενδυτή ή του επαρκώς ενημερωμένου επενδυτή·

«Έφορος»-

(α) αναφορικά με εταιρεία εγγεγραμμένη δυνάμει των διατάξεων του περί Εταιρειών Νόμου, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «ο έφορος εταιρειών» από το άρθρο 2(1) του περί Εταιρειών Νόμου. και

(β) αναφορικά με ετερόρρυθμο ή ομόρρυθμο συνεταιρισμό, έχει την έννοια που αποδίδειται στον όρο «Έφορος» από το άρθρο 2 του περί Ομορρύθμων και Ετερρρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·

«θεματοφύλακας» σημαίνει νομικό πρόσωπο που επιτελεί τουλάχιστον ένα από τα προβλεπόμενα καθήκοντα θεματοφύλακα στο άρθρο 24 του περί των Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου∙

«θυγατρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί Εταιρειών Νόμου ή από ανάλογο νόμο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, κατά περίπτωση·

«ίδια κεφάλαια» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 118) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013∙

«κανονισμός» αναφορικά με ΟΕΕ ή ΚΟΕΕ, σημαίνει τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου που καταρτίζεται γραπτώς και ικανοποιεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 231/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Επίσημη Ένωσης με τίτλο «Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 231/2013 της Εφημερίδα Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2012 προς συμπλήρωση της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εξαιρέσεις, τους γενικούς όρους λειτουργίας, τους θεματοφύλακες, τη μόχλευση, τη διαφάνεια και την εποπτεία», ως διορθώθηκε∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Επίσημη Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Εφημερίδα Συμβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1014 του L 171, Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 583/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 583/2010 της Επιτροπής της 1ης Ιουλίου 2010 για την εφαρμογή της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές και ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές ή το ενημερωτικό δελτίο διατίθενται σε άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού και μέσω δικτυακού τόπου», ως διορθώθηκε·

«καταστατικά έγγραφα» σημαίνει-

(α) στην περίπτωση ΟΕΕ ή ΚΟΕΕ ή ΟΕΕΠΑΠ, με τη μορφή εταιρείας επενδύσεων, το ιδρυτικό και καταστατικό έγγραφο κατά τον περί Εταιρειών Νόμο, το περιεχόμενο των οποίων ικανοποιεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου. και

(β) στην περίπτωση ΟΕΕ ή ΚΟΕΕ ή ΟΕΕΠΑΠ, με τη μορφή ετερόρρυθμου συνεταιρισμού, τη συμφωνία συνεταιρισμού κατά τον περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο, το περιεχόμενο της οποίας ικανοποιεί τις διατάξεις του παρόντος Νόμου·

«καταχωρισμένος οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων» ή «ΚΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ που δύναται να λειτουργεί ως καταχωρισμένος ΟΕΕ δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIΙΙ·

«κείμενη νομοθεσία» έχει την έννοια που που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου·

«κεφαλαιακή δέσμευση» σημαίνει συμβατική δέσμευση επενδυτή να παρέχει στον ΟΕΕ ένα συμφωνηθέν ποσό επενδύσεων, κατόπιν αιτήματος του εξωτερικού διαχειριστή ή του ΟΕΕ, σε περίπτωση που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ∙

«κράτος μέλος» σημαίνει κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο τη 2α Μαΐου 1992 και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες τη 17η Μαΐου 1993, ως η αυτή Συμφωνία κυρώθηκε διά του περί της Συμφωνίας Συμμετοχής της Τσεχικής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Εσθονίας, της Κυπριακής Δημοκρατίας, της Δημοκρατίας της Λετονίας, της Δημοκρατίας της Λιθουανίας, της Δημοκρατίας της Μάλτας, της Δημοκρατίας της Ουγγαρίας, της Δημοκρατίας της Πολωνίας, της Δημοκρατίας της Σλοβενίας και της Σλοβακικής Δημοκρατίας στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο του 2004 και της Τελικής Πράξης (Κυρωτικού) Νόμου του 2004, ως η συμφωνία περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«κύριος ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ στον οποίο επενδύει ή έχει έκθεση ένας άλλος ΟΕΕ, κατά την έννοια που αποδίδει το παρόν εδάφιο στον όρο «τροφοδοτικός ΟΕΕ»∙

«μερίδα» σημαίνει τη μερίδα που ανοίγεται στο όνομα του μεριδιούχου ή των συνδικαιούχων μεριδίων με την απόκτηση μεριδίων σε ΟΕΕ·

«μερίδιο ΟΕΕ» ή «μερίδιο του ΟΕΕ» σημαίνει μερίδιο αμοιβαίου κεφαλαίου ή μετοχή εταιρείας επενδύσεων ή μετοχή ή συμφέρον που εκδίδεται από ετερόρρυθμο συνεταιρισμό, αναλόγως της μορφής που λαμβάνει ο ΟΕΕ·

«μεριδιούχος», αναφορικά με ΟΕΕ, σημαίνει επενδυτή που κατέχει μερίδιο ΟΕΕ ή κλάσμα μεριδίου ΟΕΕ·

«μητρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί Εταιρειών Νόμου ή από ανάλογο νόμο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας, κατά περίπτωση·

«μόχλευση» σημαίνει μέθοδο με την οποία-

(α) Ο εξωτερικός διαχειριστής αυξάνει την έκθεση σε κινδύνους ενός ΟΕΕ τον οποίο διαχειρίζεται. ή

(β) ο ΟΕΕ, σε περίπτωση που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ, αυξάνει την έκθεση σε κινδύνους στους οποίους υπόκειται, είτε διά μέσου δανειοληψίας μετρητών ή κινητών αξιών είτε διά μέσου ενσωματωμένης μόχλευσης σε θέσεις παραγώγων είτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο∙

«οδηγία» σημαίνει κανονιστικού περιεχομένου οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας·

«Οδηγία 2009/65/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με Επίσημη τίτλο «Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/91/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και L 257, του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014·

«Οδηγία 2011/61/ΕE» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με Επίσημη τίτλο «Οδηγία 2011/61/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/65/EE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίουτης 15ης Μαΐου 2014·

«ΟΕΕ» ή «οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων» σημαίνει οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή επενδυτικό τμήμα του που-

(α) συγκεντρώνει κεφάλαια από αριθμό επενδυτών, με σκοπό την επένδυσή τους σύμφωνα με καθορισμένη επενδυτική πολιτική προς όφελος αυτών των επενδυτών. και

(β) δεν έχει άδεια λειτουργίας ΟΣΕΚΑ σε ισχύ δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου ή των διατάξεων νομοθεσίας άλλου κράτους μέλους η οποία εναρμονίζεται με το Άρθρο 5 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ.

«ΟΕΕ με περιορισμένο αριθμό προσώπων» ή «οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων» ή «ΟΕΕΠΑΠ» σημαίνει ΟΕΕ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIII ή που έχει αναγνωριστεί να λειτουργεί ως ΟΕΕΠΑΠ δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 120(1)(α) του περί των Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου·

«ΟΕΕ τύπου ομπρέλα» σημαίνει ΟΕΕ που έχει συσταθεί και λειτουργεί ως ΟΕΕ με περισσότερα του ενός επενδυτικά τμήματα ή έχει μετατραπεί και λειτουργεί ως ΟΕΕ με περισσότερα του ενός επενδυτικά τμήματα∙

«ομόρρυθμος συνέταιρος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Συνεταιρισμών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου·

«ΟΟΣΑ» σημαίνει τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, ο οποίος ιδρύθηκε το 1960 διά της Συνθήκης για τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης∙

«ΟΣΕΚΑ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου∙

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει-

(α) τράπεζα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια του άρθρου 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, εφόσον πρόκειται για οντότητα εγκατεστημένη στη Δημοκρατία. ή

(β) πιστωτικό ίδρυμα, κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εφόσον πρόκειται για οντότητα εγκατεστημένη σε κράτος μέλος. ή

(γ) οντότητα που διεξάγει παρόμοιες δραστηριότητες με την επιχείρηση που αναφέρεται στον ορισμό του όρου «πιστωτικό ίδρυμα», κατά την έννοια του Άρθρου 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και υπόκειται στο δίκαιο τρίτης χώρας που εφαρμόζει προληπτικές εποπτικές και ρυθμιστικές απαιτήσεις τουλάχιστον ισοδύναμες με αυτές που εφαρμόζονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, εφόσον πρόκειται για οντότητα εγκατεστημένη σε τρίτη χώρα∙

«πληροφοριακό μνημόνιο» σημαίνει έγγραφο που παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον ΟΕΕ ή τον ΟΕΕΠΑΠ ή τον ΚΟΕΕ, κατά περίπτωση, και δεν διέπεται από τις διατάξεις του περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμου·

«πρόσωπα που αναμειγνύονται στη δραστηριότητα ΟΕΕ» σημαίνει εξωτερικό διαχειριστή, τον ΟΕΕ, σε περίπτωση εσωτερικά διαχειριζόμενου ΟΕΕ, τον θεματοφύλακα του ΟΕΕ, καθώς και τα πρόσωπα που διαθέτουν μερίδια του ΟΕΕ·

«πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν» σημαίνει τα μέλη του διευθυντικού οργάνου και τα ανώτερα διοικητικά στελέχη του εξωτερικού διαχειριστή ή του ΟΕΕ, σε περίπτωση που είναι εσωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ∙

«πρωτογενή μερίδια ΟΕΕ» σημαίνει μερίδια ΟΕΕ τα οποία-

(α) εκδίδονται και εξαγοράζονται σε τιμή που υπολογίζεται με βάση την καθαρή αξία του ενεργητικού του ΟΕΕ, ύστερα από αίτηση ειδικά προς τούτο εξουσιοδοτημένων προσώπων, που μόνο αυτά δικαιούνται να υποβάλλουν απευθείας στον ΟΕΕ αίτηση έκδοσης ή εξαγοράς τέτοιων μεριδίων με, αντίστοιχα, αντίτιμο ή προϊόν εξαγοράς που εκφράζεται σε μετρητά ή σε αξίες αντιπροσωπευτικές της επενδυτικής πολιτικής του ΟΕΕ. και

(β) ακολούθως, αντιστοιχίζονταισε μερίδια του ΟΕΕ διαπραγματεύσιμα στη συγκεκριμένη δευτερογενή αγορά, προς αγορά ή πώληση από τους επενδυτές∙

«σταθερό μέσο» σημαίνει επιστολή ή κείμενο διαβιβασθέν μέσω τηλεομοιότυπου ή ηλεκτρονικό μήνυμα ή άλλον τρόπο καταγραφής και διάθεσης πληροφορίας∙

«στενοί δεσμοί» σημαίνει την κατάσταση μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων, κατά την οποία τα πρόσωπα-

(α) συνδέονται με σχέση συμμετοχής, δηλαδή κατοχή, άμεσα ή διά μέσου ελέγχου, ποσοστού τουλάχιστον είκοσι τοις εκατόν (20%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου εταιρείας ή ετερόρρυθμου συνεταιρισμού ή αμοιβαίου κεφαλαίου. ή

(β)συνδέονται με σχέση ελέγχου, κυρίως σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής εταιρείας σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή παρόμοια σχέση μεταξύ προσώπου και εταιρείας ή ετερόρρυθμου συνεταιρισμού ή αμοιβαίου κεφαλαίου και για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου θυγατρική επιχείρηση άλλης θυγατρικής θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης των θυγατρικών αυτών. ή

(γ) συνδέονται μόνιμα μεταξύ τους με σχέση ελέγχου·

«συμφωνία συνεταιρισμού» σημαίνει γραπτή συμφωνία που καταρτίζεται ως αρχικό κείμενο από τον ομόρρυθμο συνεταίρο και εγκρίνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναφορικά με τον χειρισμό υποθέσεων και τη διεξαγωγή εργασιών ετερόρρυθμου συνεταιρισμού, όπως εκάστοτε ισχύει, μετά από τυχόν τροποποιήσεις, συμπληρώσεις ή αναθεωρήσεις της·

«συνδεδεμένο πρόσωπο» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:

(α) Μητρική εταιρεία ή θυγατρική εταιρεία του ΟΕΕ ή των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τον ΟΕΕ,

(β) θυγατρική εταιρεία της μητρικής εταιρείας του ΟΕΕ ή των προσώπων που πραγματικά διευθύνουν τον ΟΕΕ,

(γ) οποιαδήποτε άλλη εταιρεία που δεν είναι θυγατρική του ΟΕΕ ή κάποιου από τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν τον ΟΕΕ, αλλά στην οποία ο ΟΕΕ ή οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν τον ΟΕΕ κατέχουν, για ίδιον όφελος, ποσοστό τουλάχιστον είκοσι τοις εκατόν (20%) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου,

(δ) ετερόρρυθμο συνεταιρισμό ή εμπίστευμα που έχει συμφέρον σε ποσοστό τουλάχιστον είκοσι τοις εκατόν (20%) σε ΟΕΕ ή οποιοδήποτε από τα πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν τον ΟΕΕ·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·

«τροφοδοτικός ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ ο οποίος-

(α) επενδύει τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατόν (85%) των περιουσιακών του στοιχείων σε μερίδια κύριου ΟΕΕ. ή

(β) επενδύει τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατόν (85%) των περιουσιακών του στοιχείων σε περισσότερους του ενός κύριους ΟΕΕ, εφόσον οι κύριοι ΟΕΕ έχουν ταυτόσημες επενδυτικές στρατηγικές. ή

(γ) έχει κατ’ άλλον τρόπο έκθεση ύψους τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατόν (85%) των περιουσιακών του στοιχείων σε έναν ή περισσότερους κύριους ΟΕΕ∙

«χρηματοοικονομικό μέσο» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2(1) του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου.

(2)(α) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως Οδηγία, Κανονισμό ή Απόφαση, σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως αυτή εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

(β) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη, όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.