Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο -

«αγορά ανάπτυξης ΜΜΕ» σημαίνει ένα ΠΜΔ που είναι εγγεγραμμένος ως αγορά για την ανάπτυξη ΜΜΕ σύμφωνα με το άρθρο 34·

ο όρος «αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2(1) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ·

«αλγοριθμικές συναλλαγές» σημαίνει τις συναλλαγές σε χρηματοοικονομικά μέσα, όπου ένας αλγόριθμος υπολογιστή καθορίζει αυτόματα επιμέρους παραμέτρους εντολών, όπως την απόφαση για την εισαγωγή της εντολής, το χρόνο, την τιμή ή την ποσότητα της εντολής, ή τον τρόπο διαχείρισης της εντολής μετά την εισαγωγή της, με ελάχιστη ή καμία ανθρώπινη παρέμβαση, αλλά δεν περιλαμβάνει συστήματα που χρησιμοποιούνται μόνο για τους σκοπούς της δρομολόγησης εντολών σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης ή για την επεξεργασία εντολών χωρίς να καθορίζονται οποιεσδήποτε παράμετροι διαπραγμάτευσης, ή για την επιβεβαίωση εντολών ή για τη μετασυναλλακτική επεξεργασία των συναλλαγών που εκτελέστηκαν·

«άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση» σημαίνει τη διευθέτηση στα πλαίσια της οποίας ένα μέλος ή συμμετέχων ή πελάτης ενός τόπου διαπραγμάτευσης επιτρέπει σε ένα πρόσωπο να χρησιμοποιεί τον κωδικό διαπραγμάτευσής του έτσι ώστε το πρόσωπο αυτό να μπορεί να διαβιβάζει ηλεκτρονικά εντολές σχετικά με ένα χρηματοοικονομικό μέσο απευθείας στον τόπο διαπραγμάτευσης, και περιλαμβάνει -

(α) διευθέτηση όπου το εν λόγω πρόσωπο κάνει χρήση της υποδομής του μέλους ή του συμμετέχοντος ή του πελάτη, ή οποιουδήποτε συστήματος σύνδεσης με τον τόπο διαπραγμάτευσης που παρέχεται από το μέλος ή τον συμμετέχοντα ή τον πελάτη, για τη διαβίβαση εντολών (άμεση πρόσβαση στην αγορά), και

(β) διευθέτηση όπου η υποδομή αυτή δεν χρησιμοποιείται από ένα πρόσωπο απευθείας (επιχορηγημένη πρόσβαση στην αγορά)·

«αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό» σημαίνει τη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης μεσολαβεί μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή της συναλλαγής κατά τρόπο που δεν τον εκθέτει ποτέ σε κίνδυνο αγοράς καθ’ όλη τη διάρκεια εκτέλεσης της συναλλαγής, με αμφότερες τις πλευρές να εκτελούνται ταυτόχρονα, και όπου η συναλλαγή ολοκληρώνεται σε τιμή κατά την οποία ο φορέας διευκόλυνσης δεν πραγματοποιεί κανένα κέρδος ή ζημία, πέραν προηγουμένως γνωστοποιηθείσας προμήθειας, αμοιβής ή χρέωσης για τη συναλλαγή·

«ανώτερα στελέχη» σημαίνει τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικές λειτουργίες μιας ΕΠΕΥ, ενός διαχειριστή αγοράς, ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων και τα οποία είναι υπεύθυνα και υπόλογα απέναντι στο διοικητικό συμβούλιο για την καθημερινή διαχείριση της οντότητας, συμπεριλαμβανομένης της εφαρμογής των πολιτικών σχετικά με τη διάθεση υπηρεσιών και προϊόντων προς τους πελάτες από την οντότητα και το προσωπικό της·

«αποθετήρια έγγραφα» σημαίνει κινητές αξίες, οι οποίες επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά και αντιπροσωπεύουν κυριότητα επί των κινητών αξιών αλλοδαπού εκδότη, ενώ μπορούν να εισαχθούν προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά και η διαπραγμάτευσή τους να γίνεται ανεξάρτητα από τις κινητές αξίες του αλλοδαπού εκδότη·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει αρχή την οποία ορίζει κάθε κράτος μέλος σύμφωνα με το Άρθρο 67 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο·

«διαπραγματεύσιμα αμοιβαία κεφάλαια» σημαίνει κεφάλαια των οποίων τουλάχιστον μία κατηγορία μεριδίων ή μετοχών αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ολόκληρη την ημέρα σε τουλάχιστον έναν τόπο διαπραγμάτευσης και με τουλάχιστον έναν ειδικό διαπραγματευτή που ενεργεί για να εξασφαλίσει ότι η αξία των μεριδίων ή των μετοχών στον τόπο διαπραγμάτευσης δεν αποκλίνει σημαντικά από την καθαρή αξία ενεργητικού τους και, όπου εφαρμόζεται, από την ενδεικτική καθαρή αξία ενεργητικού τους·

«διαχείριση χαρτοφυλακίου» σημαίνει τη διαχείριση, με εντολή του πελάτη και υπό καθεστώς διακριτικής ευχέρειας για κάθε πελάτη, χαρτοφυλακίων που περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα·

«διαχειριστής αγοράς» σημαίνει πρόσωπο που διευθύνει ή/και διαχειρίζεται τις επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς, και περιλαμβάνει την ίδια τη ρυθμιζόμενη αγορά·

«διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας» σημαίνει πρόσωπο που διευθύνει ή/και διαχειρίζεται στη Δημοκρατία τις επιχειρηματικές δραστηριότητες μιας ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, και περιλαμβάνει την ίδια τη ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας∙

«διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό» σημαίνει τη διαπραγμάτευση έναντι ιδίων κεφαλαίων, η οποία οδηγεί στην κατάρτιση συναλλαγών σε ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα·

«διοικητικό συμβούλιο» σημαίνει το συμβούλιο μιας ΕΠΕΥ, ενός διαχειριστή αγοράς, ή ενός παρόχου υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, που διορίζεται νόμιμα και έχει την εξουσία καθορισμού της στρατηγικής, των στόχων και της γενικής κατεύθυνσης της οντότητας και επιβλέπει και παρακολουθεί τη διαδικασία λήψης αποφάσεων αναφορικά με τη διοίκηση, και περιλαμβάνει πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της οντότητας·

«δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 28) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 στον όρο «δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα»·

«δομημένη κατάθεση» σημαίνει κατάθεση όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου, η οποία είναι πλήρως επιστρεπτέα κατά την ημερομηνία λήξης, βάσει όρων υπό τους οποίους τυχόν τόκοι ή ασφάλιστρα καταβάλλονται ή εκτίθενται σε κίνδυνο, σύμφωνα με έναν τύπο που περιλαμβάνει παράγοντες όπως-

(α) έναν δείκτη ή συνδυασμό δεικτών, εξαιρουμένων των καταθέσεων μεταβλητού επιτοκίου των οποίων η απόδοση συνδέεται άμεσα με έναν δείκτη επιτοκίου όπως ο Euribor ή ο Libor, ή

(β) ένα χρηματοοικονομικό μέσο ή συνδυασμό χρηματοοικονομικών μέσων, ή

(γ) ένα εμπόρευμα ή συνδυασμό εμπορευμάτων ή άλλων υλικών ή μη υλικών μη ανταλλάξιμων περιουσιακών στοιχείων, ή

(δ) μια συναλλαγματική ισοτιμία ή συνδυασμό συναλλαγματικών ισοτιμιών·

«ΕΑΚΑΑ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών που συγκροτήθηκε διά του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010·

«εγκεκριμένος μηχανισμός γνωστοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ» σημαίνει πρόσωπο που έχει λάβει, δυνάμει του παρόντος Νόμου, άδεια παροχής της υπηρεσίας γνωστοποίησης των λεπτομερειών των συναλλαγών στις αρμόδιες αρχές ή την ΕΑΚΑΑ για λογαριασμό ΕΠΕΥ·

«εγκεκριμένος μηχανισμός δημοσιοποίησης συναλλαγών» ή «Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ.» σημαίνει πρόσωπο που έχει λάβει, δυνάμει του παρόντος Νόμου, άδεια παροχής της υπηρεσίας δημοσιοποίησης εκθέσεων συναλλαγών για λογαριασμό ΕΠΕΥ, σύμφωνα με τα Άρθρα 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

«ειδική συμμετοχή» σημαίνει άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε ΕΠΕΥ η οποία -

(α) αντιπροσωπεύει τουλάχιστον το 10% του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου της ΕΠΕΥ, κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 28, 29 και 30 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμου, λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35 των εν λόγω Νόμων, ή

(β) επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση της ΕΠΕΥ, στην οποία υφίσταται η εν λόγω συμμετοχή·

«ειδικός διαπραγματευτής» (market maker) σημαίνει πρόσωπο που δραστηριοποιείται στις χρηματοοικονομικές αγορές σε συνεχή βάση και αναλαμβάνει να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, αγοράζοντας και πωλώντας χρηματοοικονομικά μέσα έναντι ιδίων κεφαλαίων, σε τιμές που έχει καθορίσει ο ίδιος·

«εκδότης κρατικών τίτλων» σημαίνει οποιονδήποτε από τους ακόλουθους φορείς που εκδίδει χρεωστικούς τίτλους:

(α) την Ευρωπαϊκή Ένωση,

(β) τη Δημοκρατία, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού της Δημοκρατίας,

(γ) ένα άλλο κράτος μέλος, συμπεριλαμβανομένου κυβερνητικού φορέα ή οργανισμού ή εταιρείας ειδικού σκοπού του κράτους μέλους,

(δ) σε περίπτωση ομοσπονδιακού κράτους μέλους, ένα από τα μέλη που συγκροτούν την ομοσπονδία,

(ε) εταιρεία ειδικού σκοπού για διάφορα κράτη μέλη,

(στ) ένα διεθνές χρηματοδοτικό ίδρυμα που συστήνεται από δύο ή περισσότερα κράτη μέλη, σκοπός του οποίου είναι η κινητοποίηση χρηματοδότησης και η παροχή χρηματοοικονομικής βοήθειας προς όφελος όσων μελών του αντιμετωπίζουν ή απειλούνται με σοβαρά προβλήματα χρηματοδότησης,

(ζ) την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων·

«εκτέλεση εντολών για λογαριασμό πελατών» σημαίνει τη διαμεσολάβηση στη σύναψη συμφωνιών αγοράς ή πώλησης ενός ή περισσοτέρων χρηματοοικονομικών μέσων για λογαριασμό πελατών, και περιλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών πώλησης χρηματοοικονομικών μέσων που εκδίδονται από ΕΠΕΥ ή πιστωτικό ίδρυμα κατά τη στιγμή της έκδοσής τους·

«ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο που κατέχει, για το διορισμό του ως ελεγκτής εταιρείας, τα αναγκαία προσόντα και άδεια σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο και με τον περί Ελεγκτών Νόμο·

«έλεγχος» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 37) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«ενεργειακά προϊόντα χονδρικής» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, σημείο 4) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1227/2011·

«επαγγελματίας πελάτης» σημαίνει πελάτη που πληροί τα κριτήρια που καθορίζονται στο Δεύτερο Παράρτημα·

«επενδυτική συμβουλή» σημαίνει παροχή προσωπικών συστάσεων σε πελάτη, είτε κατόπιν αιτήματός του είτε με πρωτοβουλία της ΕΠΕΥ, σχετικά με μία ή περισσότερες συναλλαγές που αφορούν χρηματοοικονομικά μέσα·

«επενδυτικές υπηρεσίες» ή «επενδυτικές δραστηριότητες» ή «επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες» σημαίνει οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες, αντίστοιχα, οι οποίες καθορίζονται στο Μέρος Ι του Πρώτου Παραρτήματος και οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα μέσα που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου που διέπεται από τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο·

«Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» σημαίνει κάθε νομικό πρόσωπο του οποίου η συνήθης επιχειρηματική δραστηριότητα είναι η παροχή μιας ή περισσότερων επενδυτικών υπηρεσιών σε τρίτους ή/και η άσκηση μιας ή περισσότερων επενδυτικών δραστηριοτήτων σε επαγγελματική βάση, και περιλαμβάνει ΚΕΠΕΥ·

«επιχείρηση τρίτης χώρας» σημαίνει επιχείρηση που θα ήταν είτε πιστωτικό ίδρυμα παρέχον επενδυτικές υπηρεσίες ή ασκούνεπενδυτικές δραστηριότητες είτε ΕΠΕΥ εάν τα κεντρικά της γραφεία ή η καταστατική της έδρα βρίσκονταν εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ» σημαίνει Εταιρεία Διαχείρισης όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου·

«Ευρωπαϊκή Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου» ή «ΕΣΣΚ» σημαίνει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου που ιδρύθηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1092/2010·

«θυγατρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 10 και το Άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, και περιλαμβάνει κάθε θυγατρική μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών·

«ιδιώτης πελάτης» σημαίνει πελάτη που δεν είναι επαγγελματίας πελάτης·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001» σημαίνει την πράξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 45/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Δεκεμβρίου 2000 σχετικά με την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα όργανα και τους οργανισμούς της Κοινότητας και σχετικά με την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών»∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 713/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 για την ίδρυση Οργανισμού Συνεργασίας των Ρυθμιστικών Αρχών Ενέργειας», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 347/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2013∙

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 714/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 714/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στο δίκτυο για τις διασυνοριακές ανταλλαγές ηλεκτρικής ενεργείας και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1228/2003», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 543/2013 της Επιτροπής της 14ης Ιουνίου 2013·

«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2009» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 σχετικά με τους όρους πρόσβασης στα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1775/2005», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Απόφαση (ΕΕ) 215/715 της Επιτροπής της 30ης Απριλίου 2015·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 583/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 583/2010 της 1ης Ιουλίου 2010 για την εφαρμογή της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές και ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές ή το ενημερωτικό δελτίο διατίθενται σε άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού και μέσω δικτυακού τόπου», ως διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1092/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη μακροπροληπτική επίβλεψη του χρηματοοικονομικού συστήματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τη σύσταση Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Συστημικού Κινδύνου»·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1095/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/77/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1227/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Οκτωβρίου 2011 για την ακεραιότητα και τη διαφάνεια στη χονδρική αγορά ενέργειας»·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλόμενους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Εκτελεστικό Κανονισμό της Επιτροπής (ΕΕ) 2016/892 της 7ης Ιουνίου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Ιουνίου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1308/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Δεκεμβρίου 2013 για τη θέσπιση κοινής οργάνωσης των αγορών γεωργικών προϊόντων και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 922/72, (ΕΟΚ) αριθ. 234/79, (ΕΚ) αριθ. 1037/2001 και (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1226 της Επιτροπής κατ’ εξουσιοδότηση της 4ης Μαΐου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 596/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 για την κατάχρηση της αγοράς (κανονισμός για την κατάχρηση της αγοράς) και την κατάργηση της οδηγίας 2003/6/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και των οδηγιών της Επιτροπής 2003/124/ΕΚ, 2003/125/ΕΚ και 2004/72/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μάιου 2014 για τις αγορές χρηματοοικονομικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014, σχετικά με τη βελτίωση του διακανονισμού αξιογράφων στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κεντρικά αποθετήρια τίτλων και για την τροποποίηση των οδηγιών 98/26/ΕΚ και 2014/65/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 236/2012», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016·

«Κανονισμός (ΕΕ) 2020/1503» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΕ) 2020/1503 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Οκτωβρίου 2020, σχετικά με τους Ευρωπαίους παρόχους υπηρεσιών συμμετοχικής χρηματοδότησης για επιχειρήσεις και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ)  2017/1129  και της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1937”·

«κεντρικός αντισυμβαλλόμενος» σημαίνει ένα CCP όπως ορίζεται στο Άρθρο 2, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου που διέπεται από τον περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο ·

«κεντρικό αποθετήριο τίτλων» ή «ΚΑΤ» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 909/2014·

«κινητές αξίες» σημαίνει κατηγορίες αξιών που επιδέχονται διαπραγμάτευση στην κεφαλαιαγορά, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής, και ιδίως-

(α) μετοχές και άλλοι τίτλοι ισοδύναμοι με μετοχές εταιρειών, συνεταιρισμών και άλλων οντοτήτων, καθώς και αποθετήρια έγγραφα επί μετοχών,

(β) ομόλογα ή άλλες μορφές τιτλοποιημένου χρέους, συμπεριλαμβανομένων και αποθετηρίων εγγράφων επί τέτοιων αξιών,

(γ) κάθε άλλη αξία που παρέχει δικαίωμα αγοράς ή πώλησης οποιωνδήποτε τέτοιων κινητών αξιών ή που τυγχάνει διακανονισμού τοις μετρητοίς προσδιοριζόμενου κατ’ αναφορά με κινητές αξίες, νομίσματα, επιτόκια ή αποδόσεις, εμπορεύματα ή άλλους δείκτες ή μεγέθη·

«κρατικός χρεωστικός τίτλος» σημαίνει χρεωστικό τίτλο εκδοθέντα από εκδότη κρατικών τίτλων·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

«κράτος μέλος καταγωγής» σημαίνει-

(α) αναφορικά με ΕΠΕΥ-

(i) εάν η ΕΠΕΥ είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,

(ii) εάν η ΕΠΕΥ είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική της έδρα,

(iii) εάν η ΕΠΕΥ δεν έχει, βάσει της εθνικής της νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά της γραφεία,

(β) αναφορικά με ρυθμιζόμενη αγορά, το κράτος μέλος στο οποίο η ρυθμιζόμενη αγορά είναι εγγεγραμμένη ή, εάν βάσει της νομοθεσίας του εν λόγω κράτους μέλους, αυτή δεν έχει καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά γραφεία της ρυθμιζόμενης αγοράς,

(γ) αναφορικά με Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ, ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.-

(i) εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ, ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι φυσικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία,

(ii) εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ, ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. είναι νομικό πρόσωπο, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκεται η καταστατική του έδρα,

(iii) εάν ο Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ, ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ. δεν έχει, βάσει της εθνικής του νομοθεσίας, καταστατική έδρα, το κράτος μέλος στο οποίο βρίσκονται τα κεντρικά του γραφεία·

«κράτος μέλος υποδοχής» σημαίνει κράτος μέλος, άλλο από το κράτος μέλος καταγωγής, στο οποίο μια ΕΠΕΥ έχει υποκατάστημα ή παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ή το κράτος μέλος στο οποίο ρυθμιζόμενη αγορά παρέχει τους κατάλληλους μηχανισμούς για να διευκολύνει την εξ’ αποστάσεως πρόσβαση στις διενεργούμενες στο σύστημά της συναλλαγές από μέλη ή συμμετέχοντες εγκατεστημένους στο εν λόγω κράτος μέλος·

«Κυπριακή Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΚΕΠΕΥ» σημαίνει εταιρεία η οποία έχει συσταθεί στη Δημοκρατία και η οποία κατέχει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο για να παρέχει μία ή περισσότερες επενδυτικές υπηρεσίες σε τρίτους ή/και να ασκεί μία ή περισσότερες επενδυτικές δραστηριότητες·

«μέσα χρηματαγοράς» σημαίνει τις κατηγορίες μέσων που συνήθως αποτελούν αντικείμενο διαπραγματεύσεως στη χρηματαγορά, όπως τα γραμμάτια του δημοσίου, τα αποδεικτικά κατάθεσης και τα εμπορικά γραμμάτια, εξαιρουμένων των μέσων πληρωμής·

«μητρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 9 και το Άρθρο 22 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

«μηχανισμός οργανωμένης διαπραγμάτευσης» ή «ΜΟΔ» σημαίνει πολυμερές σύστημα, άλλο από ρυθμιζόμενη αγορά ή ΠΜΔ, στο οποίο πλείονα ενδιαφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση ομολόγων, δομημένων χρηματοοικονομικών προϊόντων, δικαιωμάτων εκπομπής και παράγωγων μέσων δύνανται να αλληλεπιδρούν στο εν λόγω σύστημα, κατά τρόπο που καταλήγει στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον Τίτλο II·

«μικρομεσαία επιχείρηση» ή «ΜΜΕ» σημαίνει, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, μια εταιρεία που είχε μέση κεφαλαιοποίηση μικρότερη από διακόσια εκατομμύρια ευρώ με βάση τα στοιχεία στο τέλος κάθε έτους, για τα τρία τελευταία ημερολογιακά έτη·

«μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 21) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«Οδηγία 1997/9/ΕΚ» σημαίνει την πράξη των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων με τίτλο «Οδηγία 1997/9/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Μαρτίου 1997 σχετικά με τα συστήματα αποζημίωσης των επενδυτών»·

«Οδηγία 2003/41/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2003/41/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 2003 για τις δραστηριότητες και την εποπτεία των ιδρυμάτων που προσφέρουν υπηρεσίες επαγγελματικών συνταξιοδοτικών παροχών» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2013/14/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013∙

«Οδηγία 2003/87/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 2003 σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Απόφαση (ΕΕ) 2015/1814 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 6ης Οκτωβρίου 2015∙

«Οδηγία 2009/65/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 για τον συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/91/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 2014·

«Οδηγία 2009/138/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2009/138/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2009 σχετικά με την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφάλισης και αντασφάλισης (Φερεγγυότητα II) (αναδιατύπωση)», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/51/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014·

«Οδηγία 2011/61/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2011 σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/65/ΕΕ·

«Οδηγία 2013/34/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/34/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις ετήσιες οικονομικές καταστάσεις, τις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις και συναφείς εκθέσεις επιχειρήσεων ορισμένων μορφών, την τροποποίηση της οδηγίας 2006/43/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση των οδηγιών 78/660/ΕΟΚ και 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/102/ΕΕ του Συμβουλίου της 7ης Νοεμβρίου 2014·

«Οδηγία 2013/36/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/36/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της Οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των Οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015·

«Οδηγία 2014/17/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Φεβρουαρίου 2014 σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/ΕΕ και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2016/1011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 8ης Ιουνίου 2016∙

«Οδηγία 2014/57/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/57/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Απριλίου 2014 περί ποινικών κυρώσεων για την κατάχρηση αγοράς»∙

«Οδηγία 2014/65/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/65/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοοικονομικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2016/1034 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Ιουνίου 2016·

«όμιλος» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 11 της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ·

«οριακή εντολή» (limit order) σημαίνει εντολή αγοράς ή πώλησης χρηματοοικονομικού μέσου σε συγκεκριμένη οριακή ή καλύτερη τιμή και για συγκεκριμένη ποσότητα·

«Οργανισμός Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες» ή «ΟΣΕΚΑ» έχει την έννοια που αποδίδεται σε αυτόν από τον περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμο·

«παράγωγα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 29) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

«παράγωγα επί γεωργικών προϊόντων» σημαίνει συμβάσεις παραγώγων που σχετίζονται με προϊόντα που περιέχονται στο Άρθρο 1 και στο παράρτημα Ι μέρος Ι έως ΧΧ και ΧΧΙV/1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1308/2013∙

«παράγωγα επί εμπορευμάτων» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 30) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

«πάροχος ενοποιημένου δελτίου συναλλαγών» ή «Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ.» σημαίνει πρόσωπο που έχει λάβει, δυνάμει του παρόντος Νόμου, άδεια παροχής της υπηρεσίας συγκέντρωσης των αναφορών συναλλαγών, σε χρηματοοικονομικά μέσα που απαριθμούνται στα Άρθρα 6, 7, 10, 12,13, 20 και 21 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, από ρυθμιζόμενες αγορές, ΠΜΔ, ΜΟΔ και Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ. και ενοποίησής τους σε συνεχή ηλεκτρονική ροή δεδομένων ταυτόχρονης μετάδοσης, παρέχοντας δεδομένα τιμών και όγκου ανά χρηματοοικονομικό μέσο·

«πάροχος υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων» σημαίνει τον Ε.ΜΗ.ΔΗ.ΣΥ., Π.Ε.ΔΕ.ΣΥ. ή Ε.ΜΗ.ΓΝΩ.ΣΥ.·

«παρεπόμενες υπηρεσίες» σημαίνει οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος·

«πελάτης» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο στο οποίο μια ΕΠΕΥ παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή παρεπόμενες υπηρεσίες·

«πιστοποιητικά» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 27) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014·

«πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«πολυμερές σύστημα» σημαίνει σύστημα ή μηχανισμό, στο οποίο πλείονα ενδιαφέροντα τρίτων για αγορά και πώληση χρηματοοικονομικών μέσων μπορούν να αλληλεπιδρούν στο εν λόγω σύστημα ή μηχανισμό·

«πολυμερής μηχανισμός διαπραγμάτευσης» ή «ΠΜΔ» σημαίνει πολυμερές σύστημα το οποίο διαχειρίζεται ΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς και το οποίο επιτρέπει την προσέγγιση πλειόνων ενδιαφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων, εντός του συστήματος και σύμφωνα με κανόνες που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια, κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σύμφωνα με τον Τίτλο II·

«ρευστή αγορά» σημαίνει αγορά χρηματοοικονομικού μέσου ή κατηγορίας χρηματοοικονομικών μέσων, όπου υπάρχουν έτοιμοι και πρόθυμοι αγοραστές και πωλητές σε συνεχή βάση, η οποία αξιολογείται βάσει των ακόλουθων κριτηρίων, λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη δομή της αγοράς του συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου ή της συγκεκριμένης κατηγορίας χρηματοοικονομικών μέσων:

(α) μέση συχνότητα και μέσο μέγεθος των συναλλαγών για ένα φάσμα συνθηκών αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση και τον κύκλο ζωής των προϊόντων εντός της κατηγορίας των χρηματοοικονομικών μέσων,

(β) αριθμός και είδος συμμετεχόντων στην αγορά, συμπεριλαμβανομένης της αναλογίας των συμμετεχόντων στην αγορά προς τα χρηματοοικονομικά μέσα που τελούν υπό διαπραγμάτευση για συγκεκριμένο προϊόν,

(γ) μέσο άνοιγμα τιμών, όπου είναι διαθέσιμο·

«ρυθμιζόμενη αγορά» σημαίνει το πολυμερές σύστημα το οποίο -

(α) διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς, και

(β) επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων ενδιαφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων, εντός του εν λόγω συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του, που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια, κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή/και των συστημάτων του εν λόγω συστήματος, και

(γ) έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με νομοθεσία άλλου κράτους μέλους η οποία συνάδει με τον Τίτλο III της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ·

«ρυθμιζόμενη αγορά της Δημοκρατίας» σημαίνει το πολυμερές σύστημα το οποίο -

(α) διευθύνει ή διαχειρίζεται διαχειριστής αγοράς, και

(β) το οποίο επιτρέπει ή διευκολύνει την προσέγγιση πλειόνων ενδιαφερόντων τρίτων για την αγορά και την πώληση χρηματοοικονομικών μέσων, εντός του εν λόγω συστήματος και σύμφωνα με τους κανόνες του, που δεν παρέχουν διακριτική ευχέρεια, κατά τρόπο καταλήγοντα στη σύναψη σύμβασης σχετικής με χρηματοοικονομικά μέσα τα οποία είναι εισηγμένα προς διαπραγμάτευση βάσει των κανόνων ή/και των συστημάτων του εν λόγω συστήματος, και

(γ) το οποίο έχει λάβει άδεια λειτουργίας και λειτουργεί κανονικά σύμφωνα με τον Τίτλο III·

«σταθερό μέσο» σημαίνει οποιοδήποτε μέσο το οποίο-

(α) παρέχει στον πελάτη τη δυνατότητα να αποθηκεύσει πληροφορίες που απευθύνονται προσωπικά στον πελάτη αυτόν, κατά τρόπο ώστε να μπορεί να ανατρέχει σε αυτές μελλοντικά και για χρονικό διάστημα που είναι επαρκές για τους σκοπούς των πληροφοριών, και

(β) επιτρέπει την αμετάβλητη αναπαραγωγή των αποθηκευμένων πληροφοριών·

«στενοί δεσμοί» σημαίνει κατάσταση κατά την οποία δύο ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα συνδέονται με-

(α) σχέση συμμετοχής, δηλαδή κατοχή, άμεσα ή μέσω ελέγχου, τουλάχιστον του 20% των δικαιωμάτων ψήφου ή του κεφαλαίου μιας επιχείρησης,

(β) σχέση ελέγχου, δηλαδή σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σε όλες τις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Άρθρο 22, παράγραφοι 1 και 2, της Οδηγίας 2013/34/ΕΕ, ή παρόμοια σχέση μεταξύ οποιουδήποτε φυσικού ή νομικού προσώπου και μιας επιχείρησης, κάθε δε θυγατρική θυγατρικής επιχείρησης θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών,

(γ) δεσμό με τον οποίο αμφότερα ή όλα τα πρόσωπα αυτά συνδέονται μόνιμα με ένα και το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου.

«συμβάσεις ενεργειακών παραγώγων ΙΙΙ.6» σημαίνει συμβόλαια δικαιωμάτων προαίρεσης, συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης, συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) και κάθε άλλη σύμβαση παράγωγου μέσου, αναφερόμενη στο σημείο 6 του Μέρους ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος, η οποία σχετίζεται με άνθρακα ή πετρέλαιο, υπό διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ, και πρέπει να εκκαθαριστεί με φυσική παράδοση·

«συνδεδεμένος αντιπρόσωπος» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την πλήρη και άνευ όρων ευθύνη μόνο μιας ΕΠΕΥ για λογαριασμό της οποίας ενεργεί, προωθεί τις επενδυτικές υπηρεσίες ή/και παρεπόμενες υπηρεσίες σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες, λαμβάνει και διαβιβάζει οδηγίες ή εντολές πελατών σχετικά με επενδυτικές υπηρεσίες ή χρηματοοικονομικά μέσα, διαθέτει χρηματοοικονομικά μέσα ή παρέχει συμβουλές σε πελάτες ή δυνητικούς πελάτες σχετικά με τα εν λόγω χρηματοοικονομικά μέσα ή υπηρεσίες·

«συστηματικός εσωτερικοποιητής» (systematic internaliser) σημαίνει ΕΠΕΥ η οποία, σε οργανωμένη, συχνή, συστηματική και ουσιαστική βάση, διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών εκτός ρυθμιζόμενης αγοράς, ΠΜΔ ή ΜΟΔ, χωρίς να λειτουργεί πολυμερές σύστημα∙ η συχνή και συστηματική βάση μετράται με τον αριθμό των εκτός τόπου διαπραγμάτευσης συναλλαγών στο χρηματο-οικονομικό μέσο που συνάπτονται από την ΕΠΕΥ για ίδιο λογαριασμό όταν εκτελεί εντολές πελατών∙ η ουσιαστική βάση μετράται είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την ΕΠΕΥ σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές της ΕΠΕΥ σε συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο είτε βάσει του μεγέθους των συναλλαγών που συνάπτονται εκτός τόπου διαπραγμάτευσης από την ΕΠΕΥ σε σχέση με τις συνολικές συναλλαγές στην Ευρωπαϊκή Ένωση σε συγκεκριμένο χρηματοοικονομικό μέσο∙ ο ορισμός του συστηματικού εσωτερικοποιητή εφαρμόζεται μόνο όταν τηρούνται αμφότερα τα προαναφερόμενα όρια για τη συχνή και συστηματική βάση και για την ουσιαστική βάση, ή όταν μια ΕΠΕΥ επιλέγει να δραστηριοποιηθεί ως συστηματικός εσωτερικοποιητής·

«τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα» σημαίνει την τεχνική κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών που χαρακτηρίζεται από-

(α) τη χρήση τεχνολογικής υποδομής για την ελαχιστοποίηση του χρόνου αδράνειας δικτύων ή άλλων τύπων χρόνου αδράνειας, η οποία περιλαμβάνει τουλάχιστον μια από τις εξής διευκολύνσεις για την αλγοριθμική εισαγωγή εντολών: συστέγαση συστημάτων, φιλοξενία συστημάτων σε εγγύτητα (proximity hosting) ή άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση υψηλής ταχύτητας, και

(β) τον εκ του συστήματος καθορισμό της απόφασης για την εισαγωγή, την παραγωγή, τη δρομολόγηση ή την εκτέλεση μιας εντολής χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για μεμονωμένες συναλλαγές ή εντολές, και

(γ) υψηλά ημερήσια επίπεδα μηνυμάτων τα οποία αποτελούν εντολές, προσφορές ή ακυρώσεις·

«τόπος διαπραγμάτευσης» σημαίνει ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·

«υποκατάστημα» σημαίνει τον τόπο επιχειρηματικής δραστηριότητας, άλλο από τα κεντρικά γραφεία ή καταστατική έδρα, ο οποίος αποτελεί μέρος μιας ΕΠΕΥ, στερείται νομικής προσωπικότητας και παρέχει επενδυτικές υπηρεσίες ή/και ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες, ενδεχομένως δε παρέχει και παρεπόμενες υπηρεσίες για τις οποίες η ΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας· όλοι οι τόποι επιχειρηματικής δραστηριότητας που εγκαθιδρύονται στο ίδιο κράτος μέλος από ΕΠΕΥ, με τα κεντρικά της γραφεία ή καταστατική της έδρα σε άλλο κράτος μέλος, θεωρούνται ως ένα και μόνο υποκατάστημα·

«χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 20) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«χρηματοδοτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 26) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«χρηματοοικονομικό μέσο» σημαίνει οποιοδήποτε από τα μέσα που καθορίζονται στο Μέρος ΙΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος.

(2)(α) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο∙

(β) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας, σημαίνει τον εν λόγω νόμο η κανονιστική διοικητική πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.