Διοικητικές κυρώσεις για παραβάσεις

71.-(1) Χωρίς επηρεασμό των εποπτικών εξουσιών της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας σύμφωνα με το άρθρο 70 του παρόντος Νόμου, συμπεριλαμβανομένων των εξουσιών για τη διεξαγωγή ερευνών και των εξουσιών για την επιβολή επανορθωτικών μέτρων, έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλλει διοικητικές κυρώσεις και να λαμβάνει μέτρα για κάθε παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή των δυνάμει οποιουδήποτε εξ’ αυτών εκδιδόμενων πράξεων, ή των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και να λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για την εξασφάλιση της εφαρμογής τους. Οι εν λόγω κυρώσεις και μέτρα πρέπει να είναι αποτελεσματικά, αναλογικά και αποτρεπτικά, και να εφαρμόζονται ακόμα και για παραβάσεις που δεν αναφέρονται ρητά στα εδάφια (3), (4) και (5).

(2) Σε περίπτωση παράβασης υποχρεώσεων τις οποίες υπέχουν οι ΕΠΕΥ, οι διαχειριστές αγοράς, οι πάροχοι υπηρεσιών αναφοράς δεδομένων, τα πιστωτικά ιδρύματα σε σχέση με επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες και παρεπόμενες υπηρεσίες, και υποκαταστήματα επιχειρήσεων τρίτων χωρών, είναι δυνατόν να επιβληθούν διοικητικές κυρώσεις και μέτρα, με την επιφύλαξη των όρων που προβλέπονται στο κυπριακό δίκαιο για πτυχές που δεν καλύπτονται από τον παρόντα Νόμο, στα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΠΕΥ και του διαχειριστή αγοράς και σε οποιοδήποτε άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, βάσει του παρόντος Νόμου, ευθύνεται για μια παράβαση.

(3) Η παράβαση τουλάχιστον μιας από τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 θεωρείται παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 αντίστοιχα:

(α) Εκ των διατάξεων του παρόντος Νόμου:

(i) Το άρθρο 8(1)(β),

(ii) τα άρθρα 9(1), (7), (14), (15) και (16), και 10(1)(α), (γ), (δ) και (ε),

(iii) το άρθρο 12(1) και (3),

(iv) το άρθρο 17,

(v) το άρθρο 18,

(vi) το άρθρο 19(1) έως (9), και η πρώτη πρόταση του άρθρου 19(10),

(vii) τα άρθρα 20 και 21,

(viii) το άρθρο 22(1),

(ix) το άρθρο 24,

(x) το άρθρο 25(1) έως (5) και (7) έως (11),

(xi) το άρθρο 26(1) έως (6)

(xii) το άρθρο 27(1)(β), (2) και (3),

(xiii) το άρθρο 28,

(xiv) το άρθρο 29,

(xv) το άρθρο 30(2), (3)(α), (4) και (5),

(xvi) το άρθρο 31(1)(β) και η πρώτη πρόταση του άρθρου 31(3)(β),

(xvii) το άρθρο 32(1), (2)(α) και (3),

(xviii) το άρθρο 33(1) και (2)(α), (β) και (δ),

(xix) το άρθρο 34(3),

(xx) το άρθρο 35(2), η πρώτη πρόταση του άρθρου 35(4), το άρθρο 35(5)(α) και η πρώτη πρόταση του άρθρου 35(7),

(xxi) το άρθρο 36(2) και (7)(α) και η πρώτη πρόταση του άρθρου 36(10),

(xxii) το άρθρο 37,

(xxiii) το άρθρο 38(1)(α), η πρώτη πρόταση του άρθρου 38(1)(β), και το άρθρο 38(2) εξαιρουμένης της επιφύλαξης,

(xxiv) το άρθρο 45(1)(δ), (2)(α), 3(α) και (5)(β),

(xxv) το άρθρο 46(1) έως (6) και (8),

(xxvi) το άρθρο 47(1) και (2),

(xxvii) το άρθρο 48,

(xxviii) το άρθρο 49,

(xxix) το άρθρο 50(1),

(xxx) το άρθρο 51,

(xxxi) το άρθρο 52(1) έως (4) και η δεύτερη πρόταση του άρθρου 52(5),

(xxxii) το άρθρο 53(1) και (2)(α), (β) και (δ),

(xxxiii) το άρθρο 54(1), (2) και (3), η πρώτη πρόταση του άρθρου 54(6)(β)(i) και το άρθρο 54(7),

(xxxiv) το άρθρο 55(1), (2)(α) και (3),

(xxxv) το άρθρο 58(1), (2), (6) και (8)(α),

(xxxvi) το άρθρο 59·

(β) εκ των διατάξεων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

(i) το Άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 3,

(ii) το Άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο.

(iii) το Άρθρο 6,

(iv) το Άρθρο 7, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίοδος,

(v) το Άρθρο 8, παράγραφοι 1, 3 και 4,

(vi) το Άρθρο 10,

(vii) το Άρθρο 11, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο,

(viii) το Άρθρο 12, παράγραφος 1,

(ix) το Άρθρο 13, παράγραφος 1,

(x) το Άρθρο 14, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 3, δεύτερη, τρίτη και τέταρτη περίοδος,

(xi) το Άρθρο 15, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και δεύτερο εδάφιο, πρώτη και τρίτη περίοδος, και παράγραφος 2, και παράγραφος 4, δεύτερη περίοδος,

(xii) το Άρθρο 17, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος,

(xiii) το Άρθρο 18, παράγραφοι 1 και 2, και παράγραφος 4, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 5, πρώτη περίοδος, και παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, και παράγραφοι 8 και 9,

(xiv) το Άρθρο 20, παράγραφος 1, και παράγραφος 2, πρώτη περίοδος,

(xv) το Άρθρο 21, παράγραφοι 1, 2 και 3,

(xvi) το Άρθρο 22, παράγραφος 2,

(xvii) το Άρθρο 23, παράγραφοι 1 και 2,

(xviii) το Άρθρο 25, παράγραφοι 1 και 2,

(xix) το Άρθρο 26, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, και παράγραφοι 2 έως 5, και παράγραφος 6, πρώτο εδάφιο, και παράγραφος 7, πρώτο έως πέμπτο εδάφιο και όγδοο εδάφιο,

(xx) το Άρθρο 27, παράγραφος 1,

(xx1) το Άρθρο 27στ, παράγραφοι 1, 2 και 3, το Άρθρο 27ζ, παράγραφοι 1 έως 5, και το Άρθρο 27θ, παράγραφοι 1 έως 4, αναφορικά με εγκεκριμένο μηχανισμό αναφορών ή εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης που διαθέτει παρέκκλιση από την Επιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014,

(xxi) το Άρθρο 28, παράγραφος 1 και παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο,

(xxii) το Άρθρο 29, παράγραφοι 1 και 2,

(xxiii) το Άρθρο 30, παράγραφος 1,

(xxiv) το Άρθρο 31, παράγραφοι 2 και 3,

(xxv) το Άρθρο 35, παράγραφοι 1, 2 και 3,

(xxvi) το Άρθρο 36, παράγραφοι 1, 2 και 3,

(xxvii) το Άρθρο 37, παράγραφοι 1 και 3,

(xxviii) τα Άρθρα 40, 41 και 42.

(4) Θεωρείται, επίσης, παράβαση του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 η παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή η άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, χωρίς την απαραίτητη άδεια λειτουργίας ή έγκριση σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις του παρόντος Νόμου ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014:

(α) άρθρο 5, 6(2), 35, 36, 40 ή 45 του παρόντος Νόμου· ή

(β) Άρθρο 7, παράγραφος 1, τμήμα 3, ή Άρθρο 11, παράγραφος 1 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και, αναφορικά με εγκεκριμένο μηχανισμό αναφορών ή εγκεκριμένο μηχανισμό δημοσίευσης που διαθέτει παρέκκλιση από την Επιτροπή σύμφωνα με το  Άρθρο 2, παράγραφος 3, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, το Άρθρο 27β του εν λόγω Κανονισμού.

(5) Η μη συνεργασία ή συμμόρφωση σε έρευνα ή έλεγχο ή αίτημα ή απαίτηση, σύμφωνα με το άρθρο 70, θεωρείται, επίσης, παράβαση του παρόντος Νόμου.

(6) Στην περίπτωση οποιασδήποτε παράβασης που αναφέρεται στα εδάφια (3), (4) και (5), έκαστη εκ της Επιτροπής και Κεντρικής Τράπεζας δύναται να επιβάλλει τουλάχιστον οποιαδήποτε από τις εξής διοικητικές κυρώσεις και μέτρα:

(α) Δημόσια δήλωση η οποία αναφέρει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης, σύμφωνα με το άρθρο 72·

(β) εντολή που υποχρεώνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο να παύσει τη συμπεριφορά του και να μην την επαναλάβει·

(γ) στην περίπτωση ΚΕΠΕΥ, διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαθέτει άδεια λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή ρυθμιζόμενης αγοράς της Δημοκρατίας, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με τα άρθρα 8 και 44 του παρόντος Νόμου και, στην περίπτωση εγκεκριμένου μηχανισμού ή εγκεκριμένου μηχανισμού δημοσίευσης που διαθέτει παρέκκλιση από την Επιτροπή σύμφωνα με το Άρθρο 2, παράγραφος 3 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, αναστολή ή ανάκληση της άδειας λειτουργίας σύμφωνα με το Άρθρο 27ε του εν λόγω Κανονισμού·

(δ) προσωρινή ή, σε περίπτωση επανειλημμένων σοβαρών παραβάσεων, οριστική απαγόρευση κατά οποιουδήποτε μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή άλλου φυσικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την άσκηση καθηκόντων διοίκησης σε ΚΕΠΕΥ·

(ε) προσωρινή απαγόρευση οποιασδήποτε ΚΕΠΕΥ να είναι μέλος ή να συμμετέχει σε ρυθμιζόμενες αγορές ή ΠΜΔ ή να είναι πελάτης σε ΜΟΔ·

(στ) όσον αφορά νομικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά πρόστιμα πέντε εκατομμυρίων ευρώ·

(ζ) όσον αφορά φυσικά πρόσωπα, ανώτατα διοικητικά πρόστιμα πέντε εκατομμυρίων ευρώ·

(η) ανώτατα διοικητικά πρόστιμα τουλάχιστον στο διπλάσιο του ποσού του οφέλους που αποκομίστηκε από την παράβαση, όταν το όφελος αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, ακόμα και στην περίπτωση που υπερβαίνει τα ανώτατα ποσά που αναφέρονται στις παραγράφους (στ) και (ζ).

(7) Ο Υπουργός Οικονομικών μεριμνά για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της Δημοκρατίας ως κράτους μέλους βάσει του Άρθρου 70, παράγραφος 1, τρίτο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(8) Έκαστη εκ της Επιτροπής και της Κεντρικής Τράπεζας έχει εξουσία να επιβάλλει, σε οποιοδήποτε πρόσωπο παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου 93, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ και, σε περίπτωση επανάληψης ή συνέχισης της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ.