Δικαστική προστασία και βάρος απόδειξης

35.-(1) Κάθε πρόσωπο που θεωρεί ότι θίγεται από παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δικαιούται να διεκδικεί τα δικαιώματα του ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου, ακόμα και εάν η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι έγινε παράβαση έχει λήξει, και να χρησιμοποιεί κάθε πρόσφορο μέσο για τη στοιχειοθέτηση της παράβασης και της πάσης φύσης ζημιάς που υπέστη λόγω αυτής.

(2) Με την επιφύλαξη ενδεχόμενου δικαιώματος εγέρσεως αγωγής σύμφωνα με τις υφιστάμενες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης ή τις διεθνείς συμβάσεις περί δικαστικής αρμοδιότητας σε άλλο κράτος για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 7 έως 9 του παρόντος Νόμου είναι δυνατόν να εγερθεί αγωγή στη Δημοκρατία.

(3) Σε κάθε δικαστική διαδικασία, εκτός από ποινική, αν ο διάδικος που ισχυρίζεται ότι θίγεται από παράβαση διατάξεων του παρόντος Νόμου, στοιχειοθετεί πραγματικά περιστατικά από τα οποία πιθανολογείται η παράβαση, το Δικαστήριο υποχρεώνει τον αντίδικό του να αποδείξει ότι δεν υπήρξε καμία παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.