Πρακτικές δέσμευσης και ομαδοποίησης

12.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (4), ο πιστωτής και οι μεσίτης πιστώσεων κατά την προσφορά ή πώληση σύμβασης πίστωσης δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, δύναται να ασκεί πρακτικές ομαδοποίησης, απαγορεύεται όμως να ασκεί πρακτικές δέσμευσης.

(2) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο πιστωτής δύναται να ζητεί από τον καταναλωτή να ανοίξει ή να διατηρήσει λογαριασμό πληρωμών ή ταμιευτηρίου, όταν μοναδικός σκοπός του εν λόγω λογαριασμού είναι να εξυπηρετείται η πίστωση ή αυτός απαιτείται για να συγκεντρωθούν πόροι για τη χορήγηση της πίστωσης.

(3) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1),ο πιστωτής δύναται να ασκεί πρακτικές δέσμευσης μόνο όταν μπορεί να αποδείξει στην Κεντρική Τράπεζα ότι τα δεσμευμένα προϊόντα ή κατηγορίες προϊόντων που προσφέρονται, με όρους και προϋποθέσεις παρόμοιες μεταξύ τους, τα οποία δεν διατίθενται ξεχωριστά, έχουν ως αποτέλεσμα σαφές όφελος για τον καταναλωτή, λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διαθεσιμότητα και τις τιμές των σχετικών προϊόντων που προσφέρονται στην αγορά:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν μόνο για προϊόντα που διατίθενται στην αγορά μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου.

(4) Σε περίπτωση που πιστωτής ζητά από τον καταναλωτή να διαθέτει σχετικό ασφαλιστήριο όσον αφορά τη σύμβαση πίστωσης, ο πιστωτής αποδέχεται ασφαλιστήριο από φορέα παροχής ασφαλιστικής κάλυψης διαφορετικό από εκείνο που προτιμά ο πιστωτής, όταν το επίπεδο εγγύησης του εν λόγω ασφαλιστηρίου είναι αντίστοιχο εκείνου που πρότεινε ο πιστωτής.