Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«Αγωνόδικος Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή που ορίζεται για την αξιολόγηση των υποψηφίων στο εξεταζόμενο μάθημα της πρακτικής δοκιμασίας.

«αναβαθμολογητής» σημαίνει τον εκπαιδευτικό που είναι εντεταλμένος από την Υπηρεσία Εξετάσεων σε συνεργασία με τις Διευθύνσεις Μέσης Εκπαίδευσης για την επαναξιολόγηση των τετραδίων απαντήσεων των υποψηφίων κάθε μαθήματος του πλαισίου πρόσβασης.

«αριθμός υποψηφίου» σημαίνει το μοναδικό αριθμό που δίνεται από την Υπηρεσία Εξετάσεων στον υποψήφιο, για τους σκοπούς των Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης, για τη συγκεκριμένη χρονιά που υποβάλλει αίτηση συμμετοχής και βρίσκεται στο δελτίο υποψηφίου.

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού.

«βαθμολογητής» σημαίνει τον εκπαιδευτικό που ορίζεται από την Υπηρεσία Εξετάσεων σε συνεργασία με τις Διευθύνσεις Μέσης Εκπαίδευσης για τη βαθμολόγηση των τετραδίων απαντήσεων των υποψηφίων ή των άλλων μορφών αξιολόγησης, που περιλαμβάνονται στα πλαίσια πρόσβασης των Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης.

«βαθμός κατάταξης» σημαίνει-

(α) για τα ΑΑΕΙ της Κύπρου, το βαθμό που εξάγεται σε εικοσάβαθμη κλίμακα, ο οποίος προκύπτει από τη γραπτή ή και άλλης μορφής αξιολόγηση του υποψηφίου στα εξεταζόμενα μαθήματα του πλαισίου πρόσβασης που επιλέγει, σύμφωνα με οδηγίες της αρμόδιας αρχής και χορηγείται από την Υπηρεσία Εξετάσεων,

(β) για τα ΑΑΕΙ της Ελλάδας, το βαθμό που εξάγεται σε εικοσάβαθμη κλίμακα, ο οποίος προκύπτει από τη γραπτή ή και άλλης μορφής αξιολόγηση του υποψηφίου στα εξεταζόμενα μαθήματα του πλαισίου πρόσβασης που επιλέγει, σύμφωνα με οδηγίες της αρμόδιας αρχής κατόπιν συνεννόησης με το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων της Ελλάδας.

«δελτίο υποψηφίου» σημαίνει την έντυπη ή την ηλεκτρονική επιστολή, η οποία αποστέλλεται από την Υπηρεσία Εξετάσεων προς τον υποψήφιο, με την οποία ενημερώνεται για τον αριθμό υποψηφίου και για τα εξεταστικά κέντρα στα οποία θα εξεταστεί.

«Δημόσια Ανώτερα και Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της Κύπρου» ή «ΑΑΕΙ της Κύπρου» ως Ανώτατα σημαίνει το Πανεπιστήμιο Κύπρου και το Τεχνολογικό Πανεπιστήμιο Κύπρου και ως Ανώτερα το Ανώτερο Ξενοδοχειακό Ινστιτούτο Κύπρου, καθώς επίσης και οποιαδήποτε άλλα Ιδρύματα Ανώτατης και Ανώτερης Εκπαίδευσης ορίσει η αρμόδια αρχή.

«δημόσιο σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου.

«δολίευση» σημαίνει κάθε προσπάθεια που γίνεται από υποψήφιο για να ολοκληρώσει το εξεταστικό του δοκίμιο με δόλια μέσα, όπως η αντιγραφή από συνυποψήφιό του ή η κατοχή ή/και χρήση μη επιτρεπόμενων βοηθημάτων/σημειώσεων ή ηλεκτρονικών συσκευών στις οποίες αποθηκεύονται πληροφορίες και μεταφέρονται παράνομα στο εξεταστικό κέντρο ή η χρησιμοποίηση μέρους ή ολόκληρου του γραπτού άλλου υποψηφίου ως δικού του ή η αποδοχή ή/και παροχή βοήθειας από άλλους εξεταζομένους ή άλλο πρόσωπο ή η γνώση εκ των προτέρων των θεμάτων της εξέτασης ή η με οποιοδήποτε άλλο τρόπο απόπειρα εξαπάτησης με στόχο την επιτυχία στις εξετάσεις.

«Ειδική Επιτροπή Παροχής Διευκολύνσεων» σημαίνει την Ειδική Επιτροπή που ορίζεται από την αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11, για την εξέταση των αιτήσεων των υποψηφίων με ειδικές ανάγκες και την παροχή των αναγκαίων διευκολύνσεων κατά τη διεξαγωγή των Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης.

«εξεταστικό κέντρο» σημαίνει το κέντρο που ορίζεται από την Υπηρεσία Εξετάσεων, σε συνεργασία με τις Διευθύνσεις Μέσης Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, για τη διεξαγωγή των Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης.

«επιτηρητής» σημαίνει τον εκπαιδευτικό που είναι εντεταλμένος για την επιτήρηση της ομαλής και αδιάβλητης διεξαγωγής των Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης.

«Επιτροπή Εξεταστικού Κέντρου» σημαίνει την επιτροπή που ορίζεται από τη διεύθυνση του σχολείου που λειτουργεί ως εξεταστικό κέντρο, η οποία αναλαμβάνει τη διεκπεραίωση όλων των απαραίτητων διαδικασιών που σχετίζονται με τη διενέργεια και ολοκλήρωση των Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης στα εξεταστικά κέντρα, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας παραλαβής των εξεταστικών δοκιμίων από το συντονιστικό κέντρο της επαρχίας και της παράδοσης των τετραδίων απαντήσεων των υποψηφίων στο συντονιστικό κέντρο της επαρχίας στην οποία ανήκει το κέντρο.

«Επιτροπή Θεματοθέτησης» σημαίνει την πενταμελή επιτροπή θεματοθετών που έχει ως όρους εντολής την ετοιμασία θεμάτων για κάθε μέρος του εξεταστικού δοκιμίου, όπως και την κατάρτιση του εξεταστικού δοκιμίου, σύμφωνα με τις οδηγίες της αρμόδιας αρχής, τα οποία υποβάλλουν για έλεγχο στην Επιτροπή Ελέγχου.

«Επιτροπή Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης» ή άλλως «ΕΠΕΠ» σημαίνει την επιτροπή, η οποία έχει την ευθύνη της τελικής επιλογής των θεματοθετών, καθώς και την ευθύνη της επιλογής των βαθμολογητών των Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης.

«θεματοθέτης» σημαίνει τον εκπαιδευτικό που διορίζεται ως μέλος της Επιτροπής Θεματοθέτησης και έχει την ευθύνη μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της επιτροπής για την ετοιμασία εξεταστικού δοκιμίου συγκεκριμένου μαθήματος που περιλαμβάνεται στα πλαίσια πρόσβασης.

«θέση» σημαίνει τη διαθέσιμη θέση στα ΑΑΕΙ της Κύπρου, την οποία διεκδικούν οι υποψήφιοι των Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης.

«ιδιωτικό σχολείο Μέσης Εκπαίδευσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ιδιωτικών Σχολείων και Φροντιστηρίων Νόμο.

«κέντρο βαθμολόγησης» σημαίνει το κέντρο, το οποίο ορίζεται από την Υπηρεσία Εξετάσεων για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας βαθμολόγησης των τετραδίων απαντήσεων των υποψηφίων.

«λυκειακός κύκλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Λειτουργίας των Δημόσιων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης Κανονισμούς.

«μέλος Επιτροπής Εξεταστικού Κέντρου» σημαίνει τον εκπαιδευτικό που ορίζεται από τη Διεύθυνση του Σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης που λειτουργεί ως εξεταστικό κέντρο, σύμφωνα με τους κανόνες και τις οδηγίες της Υπηρεσίας Εξετάσεων.

«οδηγός διόρθωσης» σημαίνει τις γραπτές οδηγίες που δίνονται από τους θεματοθέτες προς τους βαθμολογητές, οι οποίες δύναται να διαμορφώνονται μετά το συντονισμό βαθμολόγησης και αφορούν τον τρόπο βαθμολόγησης των γραπτών απαντήσεων.

«Οδηγός Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης» σημαίνει το έντυπο ή το ηλεκτρονικό αρχείο που εκδίδει ή αναρτά στην ιστοσελίδα της η Υπηρεσία Εξετάσεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30, κατόπιν έγκρισης της αρμόδιας αρχής.

«πίνακας προδιαγραφών» σημαίνει τον πίνακα που περιέχει τις παραμέτρους και προδιαγραφές, βάσει των οποίων καταρτίζεται το εξεταστικό δοκίμιο κάθε εξεταζόμενου μαθήματος.

«πιστοποιητικό πρόσβασης» σημαίνει τη βεβαίωση που χορηγεί σε κάθε ενδιαφερόμενο υποψήφιο η Υπηρεσία Εξετάσεων, στην οποία αναγράφεται το Τμήμα/Σχολή επιτυχίας του υποψηφίου στα Δημόσια ΑΑΕΙ της Κύπρου, σε περίπτωση που έχει επιτύχει και επιθυμεί πρόσβαση στα ΑΑΕΙ της Κύπρου, καθώς και οι αρχικές βαθμολογίες που εξασφάλισε ο υποψήφιος, όπως και οι βαθμοί κατάταξης ανά πλαίσιο πρόσβασης.

«πλαίσιο πρόσβασης» σημαίνει την ομάδα μαθημάτων που ορίζεται από την αρμόδια αρχή ανά Τμήμα/Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, τα οποία αποτελούν τα εξεταζόμενα μαθήματα στις Παγκύπριες Εξετάσεις Πρόσβασης, για σκοπούς εισαγωγής στα Δημόσια ΑΑΕΙ της Κύπρου.

«πρακτική δοκιμασία» σημαίνει το εξεταζόμενο μάθημα πρόσβασης κατά το οποίο ο υποψήφιος εξετάζεται σε αθλητικές δοκιμασίες, όπως καθορίζονται στο Παράρτημα Ι, οι οποίες βαθμολογούνται από την οριζόμενη Αγωνόδικο Επιτροπή.

«πρόεδρος Επιτροπής Εξεταστικού Κέντρου» σημαίνει τον εκπαιδευτικό που ορίζεται από τη διεύθυνση του σχολείου Μέσης Εκπαίδευσης που λειτουργεί ως εξεταστικό κέντρο και έχει τη γενική ευθύνη της ομαλής λειτουργίας του συγκεκριμένου εξεταστικού κέντρου κατά τη διεξαγωγή των Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης, σύμφωνα με τους κανόνες και τις οδηγίες της Υπηρεσίας Εξετάσεων.

«Υπεύθυνη Δήλωση» σημαίνει τη δήλωση, το περιεχόμενο της οποίας καθορίζεται στο Παράρτημα ΙΙΙ.

«Υπηρεσία Εξετάσεων» σημαίνει την υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, η οποία έχει την ευθύνη για την προετοιμασία, διεξαγωγή και εξαγωγή των αποτελεσμάτων των Παγκύπριων Εξετάσεων Πρόσβασης.

«υποψήφιος» σημαίνει το πρόσωπο που συμμετέχει στις Παγκύπριες Εξετάσεις Πρόσβασης, για σκοπούς εξασφάλισης του πιστοποιητικού πρόσβασης και του βαθμού κατάταξης, καθώς και στη διαδικασία της κατανομής των θέσεων στα Δημόσια ΑΑΕΙ της Κύπρου ή/και της Ελλάδας.

«υποψήφιος με ειδικές ανάγκες» σημαίνει τον υποψήφιο που σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αγωγής και Εκπαίδευσης Παιδιών με Ειδικές Ανάγκες Νόμου, έχει σοβαρή μαθησιακή ή ειδική μαθησιακή, λειτουργική και προσαρμοστική, δυσκολία που οφείλεται σε σωματικές, συμπεριλαμβανομένων των αισθητηριακών, διανοητικές ή άλλες γνωστικές ή ψυχικές ανεπάρκειες ή άλλου είδους εκ γενετής ή επίκτητες δυσχέρειες που χρήζουν ειδικής/ων διευκόλυνσης/σεων, για σκοπούς συμμετοχής στις Παγκύπριες Εξετάσεις Πρόσβασης.