Κατώτατα όρια και μέθοδοι υπολογισμού της εκτιμώμενης αξίας των συμβάσεων παραχώρησης

7.-(1)Το παρόν Μέρος, και τα Μέρη ΙΙ, ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται στις συμβάσεις παραχώρησης των οποίων η εκτιμώμενη αξία, εκτός φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), είναι ίση προς ή ανώτερη από τα 5.225.000 ευρώ, όπως το όριο αυτό εκάστοτε αναθεωρείται από την Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ:

Νοείται ότι, εάν ή αξία της παραχώρησης τη στιγμή της ανάθεσης είναι πάνω από είκοσι τοις εκατόν (20%) υψηλότερη από την εκτιμώμενη αξία, ισχύει, ως εκτίμηση, η αξία της σύμβασης παραχώρησης τη στιγμή της ανάθεσης:

Νοείται περαιτέρω ότι, η Αρμόδια Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων ενημερώνει, με εγκύκλιό της, τις αναθέτουσες αρχές και τους αναθέτοντες φορείς για τις εκάστοτε αναθεωρήσεις του κατωτάτου ορίου που διενεργούνται από την Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 9 της Οδηγίας 2014/23/ΕΕ.

(2)Η αξία της σύμβασης παραχώρησης ισούται με τον συνολικό κύκλο εργασιών του παραχωρησιούχου καθ' όλη τη διάρκεια της σύμβασης, εκτός ΦΠΑ, όπως υπολογίζεται από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα, σε αντάλλαγμα για τα έργα και τις υπηρεσίες που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης παραχώρησης, καθώς και τις παρεπόμενες προμήθειες αυτών των έργων και υπηρεσιών:

Νοείται ότι, η εκτίμηση αυτή πρέπει να ισχύει κατά την αποστολή της προκήρυξης της σύμβασης παραχώρησης, ή, στις περιπτώσεις όπου δεν προβλέπεται τέτοια προκήρυξη, κατά την έναρξη της διαδικασίας ανάθεσης σύμβασης παραχώρησης από την αναθέτουσα αρχή ή τον αναθέτοντα φορέα, ιδίως, όπου εφαρμόζεται, κατά την επαφή με οικονομικούς φορείς για τους σκοπούς της παραχώρησης.

(3)Η εκτιμώμενη αξία μιας σύμβασης παραχώρησης υπολογίζεται με αντικειμενική μέθοδο στα έγγραφα της σύμβασης παραχώρησης. Κατά την εκτίμηση της αξίας της σύμβασης παραχώρησης, οι αναθέτουσες αρχές και οι αναθέτοντες φορείς, κατά περίπτωση, λαμβάνουν υπόψη ιδίως:

(α)Την αξία τυχόν δικαιωμάτων προαίρεσης και τυχόν παρατάσεων της διάρκειας της παραχώρησης,

(β) τα έσοδα από την καταβολή τελών και προστίμων από τους χρήστες των έργων ή των υπηρεσιών, πέραν εκείνων που εισπράττονται εξ ονόματος της αναθέτουσας αρχής ή του αναθέτοντα φορέα,

(γ)τις πληρωμές ή οποιοδήποτε χρηματοοικονομικό πλεονέκτημα οποιασδήποτε μορφής το οποίο καταβάλλει η αναθέτουσα αρχή ή ο αναθέτων φορέας ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια αρχή προς τον παραχωρησιούχο, περιλαμβανομένων της αντιστάθμισης για την τήρηση της υποχρέωσης παροχής δημόσιας υπηρεσίας και των δημόσιων επιδοτήσεων πάγιων επενδύσεων,

(δ) την αξία των επιχορηγήσεων ή οποιωνδήποτε άλλων χρηματοοικονομικών πλεονεκτημάτων οποιασδήποτε μορφής που παρέχονται από τρίτους, για την εκτέλεση της σύμβασης παραχώρησης,

(ε) τα έσοδα από πωλήσεις περιουσιακών στοιχείων που αποτελούν μέρος της σύμβασης παραχώρησης,

(στ)την αξία όλων των προμηθειών και υπηρεσιών που θέτουν οι αναθέτουσες αρχές ή οι αναθέτοντες φορείς στη διάθεση του παραχωρησιούχου, υπό τον όρο ότι είναι αναγκαίες για την εκτέλεση των έργων ή την παροχή των υπηρεσιών,

(ζ) τα βραβεία ή τα ποσά που καταβάλλονται στους υποψηφίους ή προσφέροντες.

(4)Η επιλογή της μεθόδου για τον υπολογισμό της εκτιμώμενης αξίας μιας σύμβασης παραχώρησης δεν πρέπει να γίνεται με πρόθεση την εξαίρεσή της από το πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου. Μια σύμβαση παραχώρησης δεν πρέπει να κατατέμνεται προκειμένου να αποφεύγεται η εφαρμογή του παρόντος Νόμου, εκτός εάν υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι.

(5)Όταν προτεινόμενο έργο ή υπηρεσία μπορεί να οδηγήσει σε ανάθεση χωριστών συμβάσεων παραχώρησης κατά τμήματα, λαμβάνεται υπόψη η συνολική εκτιμώμενη αξία όλων αυτών των τμημάτων.

(6)Όταν η συνολική αξία των τμημάτων ισούται ή υπερβαίνει το κατώτατο όριο που προβλέπεται στο εδάφιο (1), τα Μέρη Ι, ΙΙ, ΙΙΙ και ΙV εφαρμόζονται στην ανάθεση κάθε τμήματος.