Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός και εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια -

«ανώτατα διοικητικά στελέχη» σημαίνει φυσικά πρόσωπα που ασκούν εκτελεστικά καθήκοντα σε ίδρυμα ή σε οντότητες, που αναφέρονται στις παραγράφους (β) ή (δ) του άρθρου 3, τα οποία φυσικά πρόσωπα είναι υπεύθυνα και λογοδοτούν στο διοικητικό όργανο για την καθημερινή διοίκηση του ιδρύματος ή οντότητας·

«απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων» σημαίνει απαιτήσεις που προβλέπονται στα Άρθρα 92 έως 98 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«αρμόδια αρχή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 40), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, και περιλαμβάνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσον αφορά τα ειδικά καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί δυνάμει του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1024/2013∙

«αρμόδιο υπουργείο κράτους μέλους» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«αρχείο καταγραφής συναλλαγών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 2, σημείο 2), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012·

«αρχή ενοποιημένης εποπτείας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 41), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«αρχή εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου και, κατά περίπτωση, έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο «αρχή εξυγίανσης κράτους μέλους» του άρθρου 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«αρχή μακροπροληπτικής εποπτείας» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου∙

«διασυνοριακός όμιλος» σημαίνει όμιλος με οντότητες του ομίλου εγκατεστημένες σε περισσότερα του ενός κράτη μέλη·

«διοικητικό όργανο» σημαίνει όργανο νομικού προσώπου που εξουσιοδοτείται να καθορίζει τη στρατηγική, τους στόχους και τη γενική κατεύθυνση του νομικού προσώπου και που επιβλέπει και παρακολουθεί τη λήψη αποφάσεων από τη διοίκηση, και περιλαμβάνει πρόσωπο που πράγματι διευθύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου∙

«δράση εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«ΕΑΤ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών που συγκροτήθηκε δια του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010·

«έκτακτη δημόσια χρηματοπιστωτική στήριξη» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«ενδεδειγμένη αρχή» σημαίνει αρχή που, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27, είναι αρμόδια να προβαίνει στις διαπιστώσεις σχετικά με την απομείωση ή τη μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων, δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 26·

«ενοποιημένη βάση» σημαίνει τη βάση της ενοποιημένης κατάστασης του ομίλου, όπως αυτή ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο 47), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«Ένωση» ή «ΕΕ» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση·

«εξουσία εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«εξυγίανση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«επιλέξιμα μέσα χαμηλής κατάταξης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«επιλέξιμες υποχρεώσεις» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«επιχείρηση επενδύσεων» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο 2), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» ή «Επιτροπή» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που προβλέπεται από τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο ως διορθώθηκε·

«θυγατρική» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 16) του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και, για σκοπούς εφαρμογής των άρθρων 6, 10(3), 26, 27 και 28 του παρόντος Νόμου επί των ομίλων εξυγίανσης οι οποίοι αναφέρονται στην παράγραφο (β) του ορισμού του όρου ‟όμιλος εξυγίανσηςˮ στο εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, περιλαμβάνει, όπου και όπως αρμόζει, πιστωτικά ιδρύματα που είναι μόνιμα συνδεδεμένα με κεντρικό οργανισμό, τον ίδιο τον κεντρικό οργανισμό και τις αντίστοιχες θυγατρικές τους, λαμβάνοντας υπόψη τον τρόπο με τον οποίο οι εν λόγω όμιλοι εξυγίανσης συμμορφώνονται με το εδάφιο (3) του άρθρου 25Δ του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«ίδια κεφάλαια» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 118), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«ίδρυμα» σημαίνει αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα που έχει συσταθεί στη Δημοκρατία ή ΚΕΠΕΥ που υπόκειται στην απαίτηση αρχικού κεφαλαίου σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 10 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ως διορθώθηκε·

«ίδρυμα τρίτης χώρας» σημαίνει οντότητα της οποίας η κεντρική διοίκηση εδρεύει σε τρίτη χώρα και η οποία, εάν ήταν εγκατεστημένη εντός της Ένωσης, θα ενέπιπτε στον ορισμό του όρου «ίδρυμα»·

«κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας» σημαίνει συλλογική πτωχευτική διαδικασία λόγω αφερεγγυότητας του οφειλέτη, η οποία συνεπάγεται τη μερική ή ολική εκποίηση περιουσιακών του στοιχείων και τον διορισμό εκκαθαριστή ή διαχειριστή σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους V του περί Εταιρειών Νόμου ως διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων» ως διορθώθηκε·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 σχετικά με τη σύσταση Ευρωπαϊκής Εποπτικής Αρχής (Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών), την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2014»·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Εκτελεστικό Κανονισμό (ΕΕ) 2015/880 της Επιτροπής της 4ης Ιουνίου 2015·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 600/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012»∙

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 648/1012» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Ιουλίου 2012 για τα εξωχρηματιστηριακά παράγωγα, τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους και τα αρχεία καταγραφής συναλλαγών» όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ης Μαΐου 2015·

«Κεντρική Τράπεζα Κύπρου» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου που διέπεται από τον περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμο ως διορθώθηκε·

«ΚΕΠΕΥ» σημαίνει Κυπριακή Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών όπως ορίζεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ως διορθώθηκε, η οποία αναφέρεται στην παράγραφο (α) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου∙

«μεικτή εταιρεία συμμετοχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 22), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 21), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 2» σημαίνει κεφαλαιακά μέσα ή δάνεια μειωμένης εξασφάλισης, που πληρούν τις προϋποθέσεις του Άρθρου 63 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μεταβατικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«μέτοχοι» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«μέτρο πρόληψης κρίσεων» σημαίνει την άσκηση εξουσιών προκειμένου να αντιμετωπιστούν ελλείψεις ή εμπόδια στην εφαρμογή του σχεδίου ανάκαμψης σύμφωνα με τις διατάξεις των εδαφίων (6) έως (9) του άρθρου 7 του παρόντος Νόμου, την άσκηση εξουσιών για την αντιμετώπιση ή την εξάλειψη των εμποδίων στη δυνατότητα εξυγίανσης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, την εφαρμογή μέτρου έγκαιρης παρέμβασης σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 18 του παρόντος Νόμου, τον διορισμό προσωρινού διαχειριστή σύμφωνα με τις διατάξεις το άρθρου 20 του παρόντος Νόμου, ή την άσκηση εξουσιών απομείωσης ή μετατροπής κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με τις διατάξεις το άρθρου 26 του παρόντος Νόμου·

«μητρική επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 15), στοιχείο α), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική επιχείρηση της Ένωσης» σημαίνει μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ·

«μητρική επιχείρηση τρίτης χώρας» σημαίνει μητρικό ίδρυμα, μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών, εγκατεστημένο/η σε τρίτη χώρα·

«μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 32), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική μεικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 33), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη σε κράτος μέλος» σημαίνει μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών σε κράτος μέλος όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 30), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρική χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» ή «μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών εγκατεστημένη στην ΕΕ» σημαίνει μητρική χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών της ΕΕ, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 31), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε κράτος μέλος» σημαίνει μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο σε ένα κράτος μέλος το οποίο διαθέτει θυγατρικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα ή το οποίο κατέχει συμμετοχή σε θυγατρικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, και το οποίο μητρικό ίδρυμα δεν αποτελεί το ίδιο θυγατρική άλλου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας στο ίδιο κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί στο ίδιο κράτος μέλος·

«μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ» σημαίνει μητρικό ίδρυμα εντός κράτους μέλους, το οποίο δεν αποτελεί θυγατρική άλλου ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε οποιοδήποτε κράτος μέλος ή χρηματοδοτικής εταιρείας συμμετοχών ή μικτής χρηματοοικονομικής εταιρείας συμμετοχών που έχει ιδρυθεί σε οποιοδήποτε κράτος μέλος·

«Oδηγία 2013/36/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ» ως τροποποιήθηκε τελευταία από την Οδηγία 2014/59/ΕΕ·

«Οδηγία 2014/59/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012»·

«Οδηγία 2014/65/ΕΕ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2014/65/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 15ης Μαΐου 2014 για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων και την τροποποίηση της οδηγίας 2002/92/ΕΚ και της οδηγίας 2011/61/ΕΕ» ως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 909/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 2ης Ιουλίου 2014·

«Οδηγία ΟΔ144-2014-14» σημαίνει την Οδηγία ΟΔ144-2014-14 της Επιτροπής, για την Προληπτική Εποπτεία των Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών·

«όμιλος» σημαίνει μητρική επιχείρηση και τις θυγατρικές της·

«όμιλος εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«οντότητα εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«οντότητα του ομίλου» σημαίνει νομικό πρόσωπο το οποίο αποτελεί μέρος ενός ομίλου·

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει πιστωτικό ίδρυμα όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 1), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, εκτός των οντοτήτων που αναφέρονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 5, της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

«προϋποθέσεις εξυγίανσης» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«σημαντικό υποκατάστημα» σημαίνει υποκατάστημα που στο κράτος μέλος υποδοχής θα κρινόταν σημαντικό σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 131Β του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ως διορθώθηκε·

«στόχοι εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«συμφωνία ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής στήριξης» σημαίνει την συμφωνία για παροχή ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής στήριξης που συνάπτεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (2) του άρθρου 11.

«σύστημα εγγύησης των καταθέσεων» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«σχέδιο ανάκαμψης ομίλου» σημαίνει σχέδιο ανάκαμψης ομίλου που προβλέπεται στο άρθρο 6·

«σχέδιο ανάκαμψης» σημαίνει σχέδιο ανάκαμψης που καταρτίζεται και διατηρείται από μια ΚΕΠΕΥ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4·

«σχέδιο εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«σχετικά κεφαλαιακά μέσα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«σχετική αρχή τρίτης χώρας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«σώμα εξυγίανσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου∙

«σώμα εποπτείας» σημαίνει σώμα εποπτών που συστήνεται σύμφωνα με το Άρθρο 116 της Οδηγίας 2013/36/ΕΕ·

«υποκατάστημα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 17), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών·

«υποχρεώσεις υποκείμενες στο μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα» σημαίνει τις υποχρεώσεις και τα κεφαλαιακά μέσα που δεν χαρακτηρίζονται ως μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1 ή μέσα της κατηγορίας 2 μιας ΚΕΠΕΥ ή μιας οντότητας που αναφέρεται στις παραγράφους (β), (γ) ή (δ) του άρθρου 3 του παρόντος Νόμου, οι οποίες δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εργαλείου διάσωσης με ίδια μέσα δυνάμει του άρθρου 54(2) έως (5) του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου·

«χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών» ή «χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών» σημαίνει χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών όπως ορίζεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 20), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«χρηματοοικονομικό ίδρυμα» ή «χρηματοδοτικό ίδρυμα» σημαίνει χρηματοδοτικό ίδρυμα, όπως ορίζεται στο Άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 26), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013·

«χρηματοπιστωτική σύμβαση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου.

(2)(α) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.

(β) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας, σημαίνει τον εν λόγω νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη όπως εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.