Υποβολή αίτησης για έγκριση ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής συμφωνίας

12.-(1) Τα μητρικά ιδρύματα εγκατεστημένα στην Ένωση οφείλουν να υποβάλουν αίτηση, για έγκριση κάθε προτεινόμενης ενδοομιλικής χρηματοπιστωτικής συμφωνίας που προτείνεται βάσει των διατάξεων του άρθρου 11 -

(α) Στην Επιτροπή, όπου το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ εποπτεύεται σε ενοποιημένη βάση από την Επιτροπή υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας· ή

(β) στην αρχή ενοποιημένης εποπτείας του μητρικού ιδρύματος που είναι εγκατεστημένο στην ΕΕ, σε κάθε άλλη περίπτωση:

Νοείται ότι, η οντότητα που υποβάλλει την αίτηση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος εδαφίου περιλαμβάνει στην αίτηση το κείμενο της προτεινόμενης συμφωνίας και προσδιορίζει τις οντότητες του ομίλου που προτείνονται ως συμβαλλόμενα μέρη.

(2) Η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας:

(α) Διαβιβάζει χωρίς καθυστέρηση την αίτηση που προβλέπεται στο εδάφιο (1) στις αρμόδιες αρχές κάθε θυγατρικής που προτείνεται ως συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας, προκειμένου να ληφθεί κοινή απόφαση,

(β) σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (3) ως (7), χορηγεί την άδεια εφόσον οι όροι της προτεινόμενης συμφωνίας συνάδουν με τις προϋποθέσεις χρηματοπιστωτικής στήριξης που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις το άρθρου 15, και

(γ) δύναται, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στα εδάφια (3) έως (7) να απαγορεύσει τη σύναψη της προτεινόμενης συμφωνίας, εάν κρίνεται ότι δε συνάδει με τις προϋποθέσεις χρηματοπιστωτικής στήριξης που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15:

Νοείται ότι, στην περίπτωση που άλλη εποπτική αρχή είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, και όπου η Επιτροπή είναι αρμόδια αρχή, υφίσταται αντίστοιχη διαδικασία διαβίβασης για την κοινή απόφαση.

(3) Η Επιτροπή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια να καταλήξει σε κοινή απόφαση με τις άλλες αρμόδιες αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της εφαρμογής της συμφωνίας, συμπεριλαμβανομένης οποιασδήποτε δημοσιονομικής συνέπειας, σε όλα τα κράτη μέλη όπου δραστηριοποιείται ο όμιλος, ως προς το εάν οι όροι της προτεινόμενης συμφωνίας συνάδουν με τις προϋποθέσεις για χρηματοπιστωτική στήριξη που καθορίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 15, εντός τεσσάρων (4) μηνών από την ημερομηνία παραλαβής της αίτησης από την αρχή που είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, κατά περίπτωση.

(4) Η Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, παρουσιάζει την κοινή απόφαση μέσω εγγράφου που περιέχει την πλήρως αιτιολογημένη απόφαση, το οποίο διαβιβάζει στην αιτούσα οντότητα:

Νοείται ότι, στην περίπτωση που άλλη εποπτική αρχή είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, και όπου η Επιτροπή είναι αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), υφίσταται αντίστοιχη κοινοποίηση της κοινής απόφασης.

(5) Ελλείψει κοινής απόφασης των αρμοδίων αρχών εντός τεσσάρων (4) μηνών, η Επιτροπή, υπό την ιδιότητα της ως η αρχή ενοποιημένης εποπτείας λαμβάνει η ίδια την απόφαση σχετικά με την αίτηση και κοινοποιεί την απόφασή της στην αιτούσα οντότητα και στις υπόλοιπες αρμόδιες αρχές:

Νοείται ότι, η απόφαση παρουσιάζεται σε έγγραφο που περιέχει την πλήρη αιτιολόγηση και λαμβάνει υπόψη τις απόψεις και τις επιφυλάξεις των άλλων αρμοδίων αρχών οι οποίες είχαν εκφραστεί κατά την τετράμηνη περίοδο:

Νοείται περαιτέρω ότι, στην περίπτωση που άλλη εποπτική αρχή είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας και όπου η Επιτροπή είναι αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α) του εδαφίου (1), υφίσταται αντίστοιχη διαδικασία για λήψη και κοινοποίηση απόφασης.

(6) Η ΕΑΤ μπορεί, κατόπιν αιτήσεως μιας αρμόδιας αρχής, να βοηθήσει τις αρμόδιες αρχές να καταλήξουν σε συμφωνία, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.

(7) Εάν, κατά το τέλος της τετράμηνης περιόδου, οποιαδήποτε από τις σχετικές αρμόδιες αρχές έχει παραπέμψει το ζήτημα στην ΕΑΤ, σύμφωνα με το Άρθρο 19 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010, όπου η Επιτροπή τελεί υπό την ιδιότητά της ως αρχή ενοποιημένης εποπτείας, αναβάλλει την απόφασή της, αναμένει οποιαδήποτε απόφαση λάβει ενδεχομένως η ΕΑΤ σύμφωνα με το Άρθρο 19(3) του εν λόγω κανονισμού και λαμβάνει την απόφασή της σύμφωνα με την απόφαση της ΕΑΤ. Το χρονικό διάστημα των τεσσάρων (4) μηνών θεωρείται ως η περίοδος συμβιβασμού κατά την έννοια του Κανονισμού 1093/2010:

Νοείται ότι, το ζήτημα δεν παραπέμπεται στην ΕΑΤ μετά τη λήξη της τετράμηνης περιόδου ή έπειτα από λήψη μιας κοινής απόφασης.

Νοείται περαιτέρω ότι, στις περιπτώσεις που άλλη εποπτική αρχή είναι η αρχή ενοποιημένης εποπτείας, υφίσταται αντίστοιχη διαδικασία λήψης απόφασης.