Προστασία του θύματος και των μελών της οικογένειας του με βάση το Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης

38.(1) Θύμα των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου θεωρείται μάρτυρας που χρήζει βοήθειας κατά την έννοια του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και εντάσσεται στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 17 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, κατά την εκπόνηση του Σχεδίου Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κατά την κρίση του, διασφαλίζει, επίσης, ότι -

(α) λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ταυτότητα και η εικόνα του θύματος και να αποτρέπεται η κοινοποίηση πληροφοριών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή του,

(β) λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε να εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας για το θύμα και, όταν αυτό ενδείκνυται, για την οικογένειά του ή για πρόσωπα εξομοιούμενα με μέλη της οικογενείας του,

(γ) η προστασία αυτή διαρκεί και μετά από τη λήξη της ποινικής διαδικασίας.

(3) Εφόσον υπό τις περιστάσεις κριθεί αναγκαίο, οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν ότι παρέχεται αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη των δραστών στα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Οποιοδήποτε πρόσωπο, άλλο από το θύμα, το οποίο αναφέρει τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή συνεργάζεται διαφορετικά με οποιοδήποτε τρόπο με τις διωκτικές αρχές·

(β) οποιοδήποτε μάρτυρα, άλλο από το θύμα, ο οποίος δίνει κατάθεση αναφορικά με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο·

(γ) όπου είναι αναγκαίο, τα μέλη της οικογένειας του θύματος και των προσώπων που καθορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου·

(4) Οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία και απαραίτητα μέτρα για την παροχή κατάλληλης προστασίας από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη των δραστών των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για μέλη οργανώσεων, ιδρυμάτων, σωματείων ή μη κυβερνητικών οργανώσεων που ασκούν δραστηριότητες ή παρέχουν συνδρομή στα θύματα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(5) Οι διωκτικές αρχές εξασφαλίζουν ότι η διερεύνηση ή η άσκηση ποινικής δίωξης δεν εξαρτώνται από την υποβολή παραπόνου ή καταγγελίας από το θύμα ή εκπρόσωπό του και ότι η ποινική διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί ακόμα και εάν το πρόσωπο αυτό αποσύρει την κατάθεσή του.

(6) Οι διωκτικές αρχές συνεχίζουν τη δίωξη και μετά την ενηλικίωση του θύματος.