Ερμηνεία

2.-(1) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου -

«αρμόδιος υπουργός» σε σχέση με οντότητα Γενικής Κυβέρνησης, κρατικό οργανισμό ή κρατική επιχείρηση σημαίνει –

(α) τον υπουργό, ο οποίος είναι υπεύθυνος με βάση νόμο για την επίβλεψη των δραστηριοτήτων οντότητας Γενικής Κυβέρνησης ή κρατικού οργανισμού· ή

(β) τον Υπουργό, αν δεν υπάρχει άλλος υπουργός που είναι υπεύθυνος σύμφωνα με νόμο για επίβλεψη των δραστηριοτήτων οντότητας Γενικής Κυβέρνησης ή κρατικού οργανισμού· ή

(γ) τον υπουργό, στο όνομα του οποίου είναι εγγεγραμμένες οι μετοχές κρατικής επιχείρησης·

«δαπάνες» σημαίνει όλα τα χρηματικά ποσά που πληρώνονται από τη Δημοκρατία ή στο όνομα της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους ή οποιοδήποτε άλλο ποσό καθοριστεί από το Γενικό Λογιστή·

«δημοσιονομικοί κανόνες» σημαίνει τους δημοσιονομικούς κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 40∙

«Δωδεκατημόριο» σημαίνει την εξουσιοδότηση ενέργειας οποιασδήποτε απαιτούμενης δαπάνης, σε περίπτωση μη έγκαιρης ψήφισης του περί Προϋπολογισμού Νόμου, δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου 168 του Συντάγματος·

«εγκύκλιος προϋπολογισμού» σημαίνει την εγκύκλιο του Προϋπολογισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 52∙

«Εαρινή Έκθεση» σημαίνει την έκθεση που εκπονείται κατά το μήνα Απρίλιο·

«Ειδικές Περιστάσεις» σημαίνει-

(α) την περίπτωση ασυνήθιστου γεγονότος, το οποίο –

(i) εκφεύγει του ελέγχου της Δημοκρατίας και

(ii) έχει σημαντικές επιπτώσεις στη δημοσιονομική κατάσταση της Γενικής Κυβέρνησης ή

(β) περιόδους σοβαρής οικονομικής ύφεσης, όπως οι περίοδοι αυτοί ερμηνεύονται στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης·

«Ειδικό Ένταλμα Πληρωμής» σημαίνει τη μεταφορά πιστώσεων μεταξύ άρθρων δαπανών του Προϋπολογισμού με την εξουσιοδότηση του Υπουργού·

«Ελέγχων Λειτουργός» σημαίνει τον Ελέγχοντα Λειτουργό, οι αρμοδιότητες του οποίου καθορίζονται στο άρθρο 13·

«Εμπιστευτικές Πληροφορίες» σημαίνει τις πληροφορίες που το Συμβούλιο λαμβάνει και χειρίζεται από άλλα αρμόδια όργανα ή υπηρεσίες στα πλαίσια της άσκησης των αρμοδιοτήτων του·

«Έσοδα» σημαίνει όλα τα χρηματικά ποσά που εισπράττονται από τη Δημοκρατία ή στο όνομα της Δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του οικονομικού έτους ή οποιοδήποτε άλλο ποσό καθοριστεί από το Γενικό Λογιστή στη βάση της εκάστοτε Λογιστικής Πολιτικής, όπως αυτή καθορίζεται στον περί της Διαχείρισης των Εσόδων και Δαπανών και του Λογιστικού της Δημοκρατίας Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

«ΕΣΟΛ 95» σημαίνει το Ευρωπαϊκό Σύστημα Ολοκληρωμένων Οικονομικών Λογαριασμών του 1995·

«εσωτερικός έλεγχος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό, από τον περί Εσωτερικού Ελέγχου Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«ετήσιο διαρθρωτικό ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης» σε σχέση με ένα έτος σημαίνει το έλλειμμα ή το πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης για το έτος, κυκλικά προσαρμοσμένο εξαιρουμένων οποιωνδήποτε προσωρινών παραγόντων, εκπεφρασμένο ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος σε τιμές αγοράς∙

«Κανονισμός (ΕΚ) 479/2009» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 479/2009 του Συμβουλίου της 25ης Μαΐου 2009 για την εφαρμογή του πρωτοκόλλου σχετικά με τη διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος το οποίο προσαρτάται στη συνθήκη για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) 1466/97» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1466/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την ενίσχυση της εποπτείας της δημοσιονομικής κατάστασης και την εποπτεία και το συντονισμό των οικονομικών πολιτικών, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«Κανονισμός (ΕΚ) 1467/97» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 1467/97 του Συμβουλίου της 7ης Ιουλίου 1997 για την επιτάχυνση και τη διασαφήνιση της εφαρμογής της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος, όπως τροποποιήθηκε τελευταία με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 1177/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Νοεμβρίου 2011 και όπως αυτός περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται

«Κανονισμός (ΕΚ) 2223/96» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2223/96 του Συμβουλίου της 25ης Ιουνίου 1996 περί του ευρωπαϊκού συστήματος εθνικών και περιφερειακών λογαριασμών της Κοινότητας, όπως αυτός τροποποιήθηκε τελευταία με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 715/2010 της Επιτροπής της 10ης Αυγούστου 2010 και όπως περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

«Κεντρική Τράπεζα» σημαίνει την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου, που έχει ιδρυθεί δυνάμει του άρθρου 3 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, κατ’ επιταγή των άρθρων 118 έως 121 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας∙

«κρατική επιχείρηση» σημαίνει εταιρεία, σωματείο ή ίδρυμα, στο οποίο η Δημοκρατία δύναται να ασκεί αποφασιστική επιρροή, με εξαίρεση τις εισηγμένες εταιρείες σε οργανωμένη αγορά, η οποία αποφασιστική αυτή επιρροή εκ μέρους της Δημοκρατίας τεκμαίρεται, όταν η Δημοκρατία άμεσα ή έμμεσα -

(α) κατέχει το μεγαλύτερο μέρος του εκδομένου κεφαλαίου της επιχείρησης· ή

(β) διαθέτει την πλειονότητα των ψήφων, οι οποίες αντιστοιχούν στους τίτλους που έχει εκδώσει η επιχείρηση· ή

(γ) δύναται να διορίζει περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου της επιχείρησης∙

«κρατικός οργανισμός» σημαίνει Νομικό Πρόσωπο Δημόσιου Δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των Ρυθμιστικών Εποπτικών Αρχών, εκτός από την Κεντρική Τράπεζα, τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τις οντότητες Γενικής Κυβέρνησης∙

«μεσοπρόθεσμος δημοσιονομικός στόχος» σημαίνει το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό στόχο, όπως προβλέπεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 1466/ 97∙

«μηχανισμός αυτόματης διόρθωσης» σημαίνει το μηχανισμό που καθορίζεται στο άρθρο 44·

«Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου» σημαίνει Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου ή άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου, που ιδρύθηκε προς το δημόσιο συμφέρον, δυνάμει νόμου και στο οποίο η Δημοκρατία ασκεί άμεσα ή έμμεσα καθοριστική επιρροή, διορίζοντας περισσότερα από τα μισά μέλη του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού οργάνου του·

«νομοθεσία δημοσίων συμβάσεων» περιλαμβάνει –

(α) τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Συμβάσεων, Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών στους Τομείς του Ύδατος, της Ενέργειας, των Μεταφορών και των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

(β) τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημόσιων Συμβάσεων, Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙

(γ) οποιοδήποτε άλλο σχετικό με τις δημόσιες συμβάσεις νόμο της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«Οδηγία 2011/85/ΕΕ» σημαίνει την Οδηγία 2011/85/ΕΕ του Συμβουλίου της 8ης Νοεμβρίου 2011 σχετικά με τις απαιτήσεις για τα δημοσιονομικά πλαίσια των κρατών μελών, όπως αυτή εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

«οικονομικός φορέας» σημαίνει τα υπουργεία, τα τμήματα, τους φορείς συνταγματικών εξουσιών και υπηρεσιών και τα ανεξάρτητα γραφεία, που περιλαμβάνονται στον Προϋπολογισμό της Δημοκρατίας·

«οντότητα Γενικής Κυβέρνησης» σημαίνει ταμείο, Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου που περιλαμβάνεται στην Κεντρική Κυβέρνηση ή άλλη οντότητα, η οποία περιλαμβάνεται στη Γενική Κυβέρνηση, εκτός από τους οικονομικούς φορείς και τις Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης·

«προϊστάμενος οικονομικού φορέα» σημαίνει τον υπουργό, στις περιπτώσεις υπουργείων και τμημάτων τους, τον επικεφαλής υπηρεσίας στις περιπτώσεις συνταγματικών υπηρεσιών και ανεξάρτητων υπηρεσιών και τους γενικούς διευθυντές ή τον Αρχιπρωτοκολλητή ή πρόσωπο σε παρόμοια θέση στις περιπτώσεις συνταγματικών εξουσιών·

«Πρωτόκολλο (Αρ. 12)» σημαίνει το Πρωτόκολλο (Αρ. 12) για τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος προσαρτημένο στη Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης∙

«Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής» σημαίνει το Στρατηγικό Πλαίσιο Δημοσιονομικής Πολιτικής, το οποίο εγκρίνεται σύμφωνα με το άρθρο 48∙

«Συμβούλιο» σημαίνει το Δημοσιονομικό Συμβούλιο, το οποίο ιδρύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 18∙

«Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης» σημαίνει το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης όπως ορίζεται από το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 1997 στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και τους Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλες νομικές πράξεις που απορρέουν από το Πρωτόκολλο (Αρ. 12) καθώς και τα Άρθρα 121, 126 και 136 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των δημόσιων οικονομικών∙

«σύστημα εσωτερικού ελέγχου» σημαίνει όλες τις διαδικασίες, πρακτικές και πολιτικές, που εφαρμόζει οικονομικός φορέας, με ευθύνη του προϊστάμενού του, έτσι ώστε να επιτύχει τους στόχους του·

«Σχετική Συγκατάθεση» σημαίνει τη γραπτή συγκατάθεση του Συμβουλίου για τη δημοσίευση πληροφοριών που χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικές από αυτό και, στην περίπτωση πληροφοριών που χαρακτηρίζονται ως εμπιστευτικές από άλλο όργανο, εκτός από το Συμβούλιο, τη γραπτή συναίνεση του αρμόδιου αυτού οργάνου·

«τμήμα» σημαίνει τμήμα, υπηρεσία, ή γραφείο που υπάγεται σε υπουργείο∙

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών∙

«Φθινοπωρινή Έκθεση» σημαίνει την έκθεση που εκπονείται από το Συμβούλιο, κατά το μήνα Οκτώβριο.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οι ορισμοί «χρέος Γενικής Κυβέρνησης», «έλλειμμα Γενικής Κυβέρνησης», «πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης» έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από τον Κανονισμό (ΕΚ) 479/2009·

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, «Γενική Κυβέρνηση», «Κεντρική Κυβέρνηση», «Αρχές Τοπικής Αυτοδιοίκησης», «Ταμεία Κοινωνικών Ασφαλίσεων», «Υποτομείς» και «Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν» ερμηνεύονται σύμφωνα με το ΕΣΟΛ 95.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οποιαδήποτε αναφορά σε «δήμο», «κοινότητα», σε «συμβούλιο» αυτών και σε «Έπαρχο» έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς στον περί Δήμων Νόμο και στον περί Κοινοτήτων Νόμο, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται.

(5) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, οποιαδήποτε αναφορά σε «Προϋπολογισμό» ή «περί Προϋπολογισμού Νόμο» λογίζεται ότι αναφέρεται στον εκάστοτε Προϋπολογισμό ή στον περί Προϋπολογισμού Νόμο και σε Τροποποιητικό ή Συμπληρωματικό αυτού.