Ερμηνεία

2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο -

«αμοιβαίο κεφάλαιο» σημαίνει ομάδα περιουσίας που έχει λάβει άδεια να λειτουργεί ως αμοιβαίο κεφάλαιο σύμφωνα με το Κεφάλαιο 2 του Μέρους II ·

«αρχικό κεφάλαιο» σημαίνει το ελάχιστο απαιτούμενο ενεργητικό ή το ελάχιστο κεφάλαιο, προκειμένου να χορηγηθεί άδεια λειτουργίας στον ΟΕΕ ·

«αυτοδιαχειριζόμενος ΟΕΕ», αναφορικά με ΟΕΕ που διέπεται από το Μέρος ΙΙ, σημαίνει ΟΕΕ που αναφέρεται στο άρθρο 6(2)(α) ·

«γενικός συνεταίρος», αναφορικά με ΟΕΕ που διέπεται από το Μέρος ΙΙ, σημαίνει το γενικό συνέταιρο που προβλέπεται στο άρθρο 64 ·

«διάθεση» σημαίνει άμεση ή έμμεση προσφορά ή τοποθέτηση μεριδίων ΟΕΕ σε επενδυτές οι οποίοι αν είναι φυσικά πρόσωπα βρίσκονται, ή εάν είναι νομικά πρόσωπα είναι εγκατεστημένοι στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή σε τρίτη χώρα ·

«διανομή» σημαίνει πληρωμή που διενεργείται από ΟΕΕ σε μεριδιούχο του, εξαιρουμένης της πληρωμής που πραγματοποιείται σχετικά με την εξαγορά ή εξόφληση μεριδίων ·

«διευθύνων» σημαίνει πρόσωπο, το οποίο αποφασίζει τις κατευθύνσεις των δραστηριοτήτων του ΟΕΕ ή τον εκπροσωπεί και περιλαμβάνει, στην περίπτωση συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, τους διευθύνοντες του γενικού συνεταίρου ·

«ΔΟΕΕ» σημαίνει διαχειριστή οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής και διέπεται από τον περί Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμο ·

«εγγεγραμμένο γραφείο», αναφορικά με –

(α) εταιρεία, σημαίνει το εγγεγραμμένο γραφείο που προβλέπεται στο άρθρο 102 του περί Εταιρειών Νόμου,

(β) αλλοδαπή εταιρεία, σημαίνει τη διεύθυνση που προβλέπεται στο άρθρο 347(1)(δ) του περί Εταιριών Νόμου,

(γ) συνεταιρισμό, σημαίνει τον κύριο τόπο όπου διεξάγονται οι εργασίες του συνεταιρισμού, όπως δηλώνεται στη γραπτή δήλωσή του, σύμφωνα με τους περί Ομορρύθμων και Ετερόρρυθμων και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμους ·

«ειδική συμμετοχή» σημαίνει την άμεση ή έμμεση συμμετοχή σε μία εταιρεία, η οποία -

(α) αντιπροσωπεύει ποσοστό τουλάχιστον δέκα τοις εκατον (10%) του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου, κατά τα άρθρα 28, 29 και 30 του περί των Προϋποθέσεων Διαφάνειας (Κινητές Αξίες προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά) Νόμων, λαμβανομένων υπόψη των όρων για την άθροισή τους που προβλέπονται στα άρθρα 34 και 35 των εν λόγω Νόμων, ή

(β) επιτρέπει την άσκηση σημαντικής επιρροής στη διοίκηση της εταιρείας, στην οποία υφίσταται η συμμετοχή ·

«ελεγκτής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο κατέχει τα απαιτούμενα από τον περί Εταιρειών Νόμο αναγκαία προσόντα για το διορισμό του ως ελεγκτή εταιρείας ·

«ενημερωτικό δελτίο » σημαίνει δελτίο που παρέχει πληροφορίες σχετικά με τον ΟΕΕ, κατά το άρθρο 77 του παρόντος Νόμου και που δε διέπεται από τους περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμους ·

«εξωτερικά διαχειριζόμενος ΟΕΕ» σημαίνει ΟΕΕ που αναφέρεται στο άρθρο 6(2)(β) ·

«εξωτερικός διαχειριστής» σημαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα, το οποίο διαχειρίζεται ΟΕΕ κατά τις διατάξεις του παρόντος Νόμου:

(α) ΔΟΕΕ,

(β) εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ,

(γ) ΕΠΕΥ ·

«εξωτερικός διαχειριστής ΟΕΕ» σημαίνει τον ίδιο τον ΟΕΕ, όταν αυτός είναι αυτοδιαχειριζόμενος ΟΕΕ ·

«επαγγελματίας επενδυτής» σημαίνει επενδυτή που θεωρείται επαγγελματίας πελάτης ή που μπορεί, κατόπιν αιτήματος, να αντιμετωπίζεται ως επαγγελματίας πελάτης κατά την έννοια του Δεύτερου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όπως αυτός, διορθώθηκε ·

«επαρκώς ενημερωμένος επενδυτής» σημαίνει κάθε επενδυτή που δεν θεωρείται επαγγελματίας επενδυτής, εφόσον πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) ο επενδυτής βεβαιώνει γραπτώς ότι είναι επαρκώς ενημερωμένος επενδυτής και ότι έχει λάβει γνώση των κινδύνων που συνδέονται με τη σχεδιαζόμενη επένδυση, και

(β) είτε η επένδυσή του σε ΟΕΕ ανέρχεται τουλάχιστον στο ποσό των εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (€125.000) είτε έχει αξιολογηθεί ως επαρκώς ενημερωμένος επενδυτής από πιστωτικό ίδρυμα που διέπεται από τους περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμους όπως διορθώθηκαν ή από ΕΠΕΥ ή από εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ, και από την ανωτέρω αξιολόγηση προκύπτει ότι διαθέτει την αναγκαία πείρα και τις απαιτούμενες γνώσεις προκειμένου να αξιολογήσει την καταλληλότητα της επένδυσης σε ΟΕΕ ·

ο όρος «επενδυτικές υπηρεσίες» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2(1) των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όπως αυτός διορθώθηκε ·

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, το οποίο λειτουργεί βάσει των διατάξεων του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου, όπως αυτός διορθώθηκε ·

«επιχείρηση παροχής επενδυτικών υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» ή «επιχείρηση επενδύσεων» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο «Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» το άρθρο 2(1) των περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, όπως αυτός διορθώθηκε ·

«εταιρεία» σημαίνει εταιρεία κατά τον περί Εταιρειών Νόμο ή ανάλογο νόμο οποιασδήποτε άλλης χώρας ·

«εταιρεία επενδύσεων» σημαίνει εταιρεία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου ή/και εταιρεία επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου ·

«εταιρεία επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου» σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε κατά τον περί Εταιρειών Νόμο, η οποία είναι αναγνωρισμένη να λειτουργεί ως εταιρεία επενδύσεων σταθερού κεφαλαίου κατά το Κεφάλαιο 2 του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου ·

«εταιρεία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου» σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Εταιρειών Νόμου, η οποία είναι αναγνωρισμένη να λειτουργεί ως εταιρεία επενδύσεων μεταβλητού κεφαλαίου κατά το Κεφάλαιο 2 του Μέρους ΙΙ του παρόντος Νόμου ·

«εταιρεία συμμετοχών» σημαίνει εταιρεία με συμμετοχή σε μία ή περισσότερες άλλες εταιρείες -

(α) η οποία έχει ως σκοπό την εφαρμογή επιχειρηματικής στρατηγικής ή στρατηγικών δια μέσου είτε θυγατρικών της ή συνδεδεμένων με αυτήν εταιρειών της είτε συμμετοχών της σε άλλες εταιρείες, αποσκοπώντας στην αύξηση της μακροπρόθεσμης αξίας τους, και

(β) η οποία -

(i) ενεργεί για δικό της λογαριασμό και οι μετοχές της έχουν εισαχθεί σε ρυθμιζόμενη αγορά κράτους μέλους, ή

(ii) δεν έχει ως κύριο σκοπό την εξασφάλιση κέρδους για τους εταίρους της, με την εκποίηση συμμετοχών που κατέχει σε θυγατρικές της ή σε συνδεδεμένες με αυτήν εταιρείες, όπως καταδεικνύεται στην ετήσια έκθεσή της ή σε άλλα επίσημα στοιχεία ·

«έφορος» σημαίνει, στην περίπτωση εταιρείας, τον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη κατά τον περί Εταιρειών Νόμο και, στην περίπτωση συνεταιρισμών, τον Έφορο Συνεταιρισμών κατά τους περί Ομορρύθμων και Ετερρόρυθμων και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμους ·

«θεματοφύλακας» σημαίνει νομικό πρόσωπο, κατά τα οριζόμενα, κατά περίπτωση, στο άρθρο 23(1) ή (3) ή (5) ή στο άρθρο 116(4), αναφορικά με οργανισμό εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων, στο οποίο κατατίθενται προς φύλαξη τα περιουσιακά στοιχεία του ΟΕΕ ·

ο όρος «θυγατρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδει σε αυτόν το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή αντίστοιχος νόμος άλλης χώρας, κατά περίπτωση ·

«Ιδιώτης επενδυτής» σημαίνει επενδυτή που δεν πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την υπαγωγή του στην έννοια του επαγγελματία επενδυτή ή του επαρκώς ενημερωμένου επενδυτή·

«κανονισμός», αναφορικά με αμοιβαίο κεφάλαιο, σημαίνει τον κανονισμό του αμοιβαίου κεφαλαίου κατά το άρθρο 48 ·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 231/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κατ’ εξουσιοδότηση Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 231/2013 της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2012 προς συμπλήρωση της οδηγίας 2011/61/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τις εξαιρέσεις, τους γενικούς όρους λειτουργίας, τους θεματοφύλακες, τη μόχλευση, τη διαφάνεια και την εποπτεία» όπως διορθώθηκε ·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 345/2013» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 345/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2013 σχετικά με τις ευρωπαϊκές εταιρείες επιχειρηματικού κεφαλαίου» ·

«Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 583/2010» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 583/2010 της Επιτροπής της 1ης Ιουλίου 2010 για την εφαρμογή της οδηγίας 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές και ειδικές προϋποθέσεις που χρειάζεται να πληρούνται, όταν οι βασικές πληροφορίες για τους επενδυτές ή το ενημερωτικό δελτίο διατίθενται σε άλλο σταθερό μέσο πλην του χαρτιού και μέσω δικτυακού τόπου», όπως διορθώθηκε ·

«καταστατικά έγγραφα» σημαίνει, στην περίπτωση εταιρείας επενδύσεων, το ιδρυτικό έγγραφο και το καταστατικό κατά τον περί Εταιρειών Νόμο και, στην περίπτωση συνεταιρισμού, τη συμφωνία συνεταιρισμού ·

ο όρος «κείμενη νομοθεσία» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 2 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου, όπως αυτός διορθώθηκε ·

«κράτος μέλος» σημαίνει κάθε κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος που είναι συμβαλλόμενο μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο την 2α Μαΐου 1992, και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία αυτή περαιτέρω εκάστοτε τροποποιείται ·

«μερίδιο» σημαίνει μερίδιο αμοιβαίου κεφαλαίου ή μετοχή εταιρείας επενδύσεων ή συμφέρον του συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης ·

«μεριδιούχος», αναφορικά με ΟΕΕ, σημαίνει τον κάτοχο μεριδίου ή κλάσματος μεριδίου ·

«μέτοχος» σημαίνει τον κάτοχο μετοχής εταιρείας επενδύσεων ·

ο όρος «μητρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδει στο όρο αυτό το άρθρο 148 του περί Εταιρειών Νόμου ή ανάλογος νόμος άλλης χώρας ·

«οδηγία» σημαίνει κανονιστικού περιεχομένου οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ·

«Οδηγία 83/349/ΕΟΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «έβδομη Οδηγία 83/349/ΕΟΚ, η οποία βασίζεται στο άρθρο 54 παράγραφος 3 στοιχείο ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς», όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2013/24/ΕΕ του Συμβουλίου της 13ης Μαΐου 2013 ·

«Οδηγία 2004/39/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, για την τροποποίηση των Οδηγιών 85/611/ΕΟΚ και 93/8/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της Οδηγίας 2000/12/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και για την κατάργηση της Οδηγίας 93/22/ΕΟΚ του Συμβουλίου», όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2010/78/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Νοεμβρίου 2010 ·

«Οδηγία 2009/65/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2009/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Ιουλίου 2009 για το συντονισμό των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σχετικά με ορισμένους οργανισμούς συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ)», όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2013/14/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 ·

«Οδηγία 2011/61/ΕE» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Οδηγία 2011/61/ΕE του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2011 «σχετικά με τους διαχειριστές οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων και για την τροποποίηση των οδηγιών 2003/41/ΕΚ και 2009/65/ΕΚ και των Κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 1060/2009 και (ΕΕ) αριθ. 1095/2010», όπως αυτή τροποποιήθηκε από την Οδηγία 2013/14/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 ·

«ΟΕΕ» ή «οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων» σημαίνει τον οργανισμό συλλογικών επενδύσεων ή επενδυτικό τμήμα του, που -

(α) συγκεντρώνει κεφάλαια από αριθμό επενδυτών με σκοπό την επένδυσή τους σύμφωνα με καθορισμένη επενδυτική πολιτική, προς όφελος αυτών των επενδυτών και

(β) δεν έχει άδεια λειτουργίας σε ισχύ κατά το άρθρο 9 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου ή την εναρμονιστική με το Άρθρο 5 της Οδηγίας 2009/65/ΕΚ νομοθεσία άλλου κράτους μέλους ·

«ΟΕΕ της Δημοκρατίας» ή «οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων της Δημοκρατίας» -

(α) ΟΕΕ που έχει συσταθεί ως συμβατικής μορφής και έχει λάβει άδεια λειτουργίας κατά το Κεφάλαιο 2 του Μέρους ΙΙ από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ή

(β) ΟΕΕ που έχει συσταθεί ως εταιρεία επενδύσεων, έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το Κεφάλαιο 2 του Μέρους ΙΙ ή κατά το άρθρο 115 και διατηρεί το εγγεγραμμένο γραφείο του στη Δημοκρατία, τα δε κεντρικά του γραφεία βρίσκονται στη Δημοκρατία, ή

(γ) ΟΕΕ που έχει συσταθεί ως συνεταιρισμός, έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς κατά το Κεφάλαιο 2 του Μέρους ΙΙ ή κατά το άρθρο 115 και διατηρεί τη διεύθυνση του κύριου τόπου διεξαγωγής των εργασιών του στη Δημοκρατία, ο δε τόπος βασικής δραστηριοποίησής του βρίσκεται στη Δημοκρατία ·

«οργανισμός εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων» σημαίνει ΟΕΕ που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το άρθρο 115(2) ·

«ΟΣΕΚΑ» σημαίνει οργανισμό συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες, ο οποίος εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής και διέπεται από τον περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου ·

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει τράπεζα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα ·

«πρόσωπα που αναμειγνύονται στη δραστηριότητα ΟΕΕ» σημαίνει τον εξωτερικό διαχειριστή ΟΕΕ, το θεματοφύλακα του ΟΕΕ, καθώς και τα πρόσωπα που διαθέτουν μερίδια του ΟΕΕ ·

«σταθερό μέσο» σημαίνει επιστολή ή κείμενο, διαβιβασθέν μέσω τηλεομοιότυπου, ή ηλεκτρονικό μήνυμα ή άλλο τρόπο καταγραφής και διάθεσης μιας πληροφορίας ·

«στενοί δεσμοί», μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων, σημαίνει την κατάσταση κατά την οποία αυτά τα πρόσωπα -

(α) συνδέονται με σχέση συμμετοχής, δηλαδή κατοχή, άμεσα ή δια μέσου ελέγχου, ποσοστού τουλάχιστον είκοσι τοις εκατόν (20%) του κεφαλαίου εταιρείας ή των δικαιωμάτων ψήφου, ή

(β) συνδέονται με σχέση ελέγχου, κυρίως σχέση μεταξύ μητρικής και θυγατρικής επιχείρησης, σύμφωνα με το Άρθρο 1 της Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ για τους ενοποιημένους λογαριασμούς, ή παρόμοια σχέση μεταξύ προσώπου και επιχείρησης · για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, θυγατρική επιχείρηση άλλης θυγατρικής θεωρείται επίσης θυγατρική της μητρικής επιχείρησης αυτών των θυγατρικών, ή

(γ) συνδέονται μόνιμα με το αυτό πρόσωπο με σχέση ελέγχου ·

«συμφωνία συνεταιρισμού» σημαίνει γραπτή συμφωνία που καταρτίζεται ως αρχικό κείμενο από το γενικό συνεταίρο και εγκρίνεται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, αναφορικά με το χειρισμό υποθέσεων και τη διεξαγωγή εργασιών συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης, όπως εκάστοτε ισχύει, μετά από τυχόν τροποποιήσεις, συμπληρώσεις ή αναθεωρήσεις του ·

«συνδεδεμένο πρόσωπο» σημαίνει, κατά περίπτωση -

(α) μητρική εταιρεία ή θυγατρική εταιρεία, του ΟΕΕ ή των διευθυνόντων του,

(β) θυγατρική εταιρεία εταιρείας, της οποίας ο ΟΕΕ ή κάποιος από τους διευθύνοντές του αποτελούν επίσης θυγατρική εταιρεία,

(γ) οποιαδήποτε άλλη εταιρεία που δεν είναι θυγατρική του ΟΕΕ ή κάποιου από τους διευθύνοντές του, αλλά στην οποία ο ΟΕΕ ή οποιοσδήποτε από τους διευθύνοντές του κατέχουν, για ίδιο όφελος, ποσοστό τουλάχιστον είκοσι τοις εκατόν (20%) του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου της ή των μετοχών με δικαίωμα ψήφου,

(δ) συνεταιρισμό ή εμπίστευμα, που έχει συμφέρον σε ποσοστό τουλάχιστον είκοσι τοις εκατόν (20%) σε ΟΕΕ ή οποιονδήποτε από τους διευθύνοντές του ·

«συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης» ή «συνεταιρισμός» σημαίνει συνεταιρισμό εγγεγραμμένο σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο, οποίος είναι αναγνωρισμένος να λειτουργεί ως συνεταιρισμός περιορισμένης ευθύνης σύμφωνα με το Κεφάλαιο 2 του Μέρους II ή του Μέρους VI στην περίπτωση οργανισμού εναλλακτικών επενδύσεων με περιορισμένο αριθμό προσώπων ·

«συνεταίρος περιορισμένης ευθύνης» σημαίνει πρόσωπο που έχει γίνει δεκτό σε συνεταιρισμό περιορισμένης ευθύνης ως συνεταίρος περιορισμένης ευθύνης, σύμφωνα με τη συμφωνία συνεταιρισμού, και το οποίο, κατά το χρόνο προσχώρησης σε αυτό το συνεταιρισμό, συνεισφέρει ή αναλαμβάνει να συνεισφέρει ένα καθορισμένο ποσό στο κεφάλαιο του συνεταιρισμού και, με την επιφύλαξη των περιπτώσεων που προβλέπονται από το Νόμο, δεν ευθύνεται για τα χρέη ή τις υποχρεώσεις του συνεταιρισμού περιορισμένης ευθύνης πέραν του ποσού που είχε συνεισφέρει ή του ποσού που ανέλαβε υποχρέωση να συνεισφέρει ·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος.

(2) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές ή ατομικές διοικητικές πράξεις, οποιαδήποτε αναφορά σε νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως με Οδηγία, Κανονισμό ή Απόφαση, σημαίνει την εν λόγω πράξη όπως αυτή εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός αν προκύπτει διαφορετική έννοια από το κείμενο.