Παραγραφή

20.-(1) Τα θέματα που αφορούν την παραγραφή διέπονται αποκλειστικά από την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής.

(2)(α) Όσον αφορά την αναστολή, διακοπή ή παράταση της προθεσμίας παραγραφής, οι ενέργειες είσπραξης που πραγματοποιούνται από τη λαμβάνουσα την αίτηση αρχή ή για λογαριασμό της, σύμφωνα με την αίτηση συνδρομής και έχουν ως αποτέλεσμα την αναστολή, διακοπή ή παράταση της προθεσμίας παραγραφής σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής, θεωρείται ότι έχουν το ίδιο αποτέλεσμα στο κράτος μέλος της αιτούσας αρχής, νοούμενου ότι προβλέπεται αντίστοιχη διάταξη σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής.

(β) Σε περίπτωση που στην ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους της λαμβάνουσας την αίτηση αρχής δεν προβλέπεται δυνατότητα αναστολής, διακοπής ή παράτασης της προθεσμίας παραγραφής, οι ενέργειες είσπραξης που πραγματοποιούνται από τη λαμβάνουσα την αίτηση αρχή ή για λογαριασμό της, σύμφωνα με την αίτηση συνδρομής και οι οποίες, αν είχαν πραγματοποιηθεί από την αιτούσα αρχή ή για λογαριασμό της στο κράτος μέλος όπου αυτή βρίσκεται, θα είχαν ως αποτέλεσμα την αναστολή, διακοπή ή παράταση της προθεσμίας παραγραφής, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής, θεωρούνται, όσον αφορά αυτό το αποτέλεσμα, ότι έχουν πραγματοποιηθεί σε αυτό το τελευταίο κράτος μέλος:

Νοείται ότι, οι παράγραφοι (α) και (β) δεν επηρεάζουν το δικαίωμα των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους της αιτούσας αρχής να λαμβάνουν μέτρα για την αναστολή, διακοπή ή παράταση της προθεσμίας παραγραφής σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία αυτού του κράτους μέλους.

(3) Η αιτούσα αρχή και η λαμβάνουσα την αίτηση αρχή ενημερώνει η μια την άλλη για οποιεσδήποτε ενέργειες με τις οποίες διακόπτεται, αναστέλλεται ή παρατείνεται η προθεσμία παραγραφής της απαίτησης για την οποία έχει ζητηθεί η είσπραξη ή η λήψη ασφαλιστικών μέτρων ή για ενέργειες οι οποίες ενδέχεται να έχουν αυτό το αποτέλεσμα.