Απόκτηση ελέγχου σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος

11.-(1) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο έχει αποφασίσει-

(α) να αποκτήσει ή να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, έλεγχο σε ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος, ή

(β) να αυξήσει περαιτέρω ή να μειώσει, άμεσα ή έμμεσα, τέτοιον έλεγχο ούτως ώστε-

(i) η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του είκοσι τοις εκατό (20%), του τριάντα τοις εκατό (30%) ή του πενήντα τοις εκατό (50%), ή

(ii) η αναλογία των μεριδίων κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου που κατέχει να μειώνεται σε λιγότερο από το είκοσι τοις εκατό (20%), το τριάντα τοις εκατό (30%) ή το πενήντα τοις εκατό (50%), ή

(iii) το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να καθίσταται θυγατρική του, ή

(iv) το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος να παύει να είναι θυγατρική του,

γνωστοποιεί την πρόθεσή του στην Αρμόδια Αρχή πριν προβεί στην απόκτηση, την παύση της κατοχής, την αύξηση ή τη μείωση, αντίστοιχα.

(2) Ο υποψήφιος αγοραστής παρέχει στην Αρμόδια Αρχή πληροφορίες που προσδιορίζουν το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και, τηρουμένων των αναλογιών, τις πληροφορίες που ορίζονται δυνάμει -

(α) της υποπαραγράφου (4) της παραγράφου 8 της Κανονιστικής Απόφασης της Επιτροπής της ΥΕΑΣΕ σχετικά με τους διαδικαστικούς κανόνες και τα κριτήρια για την προληπτική αξιολόγηση της απόκτησης, αύξησης και μείωσης συμμετοχής στα Συνεργατικά Πιστωτικά Ιδρύματα, όταν πρόκειται για απόκτηση ή αύξηση ελέγχου επί ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που έχει συσταθεί δυνάμει των περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμων·

(β) του εδαφίου (4) του άρθρου 17Α των περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου, όταν πρόκειται για απόκτηση ή αύξηση ελέγχου επί οποιουδήποτε άλλου ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.

(3) Σε περίπτωση που η επιρροή προσώπου το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (2) είναι δυνατόν να αποβεί σε βάρος της συνετής και χρηστής διαχείρισης του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, η Αρμόδια Αρχή εκφράζει την αντίθεσή της και, επιπρόσθετα, δύναται να λαμβάνει ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

(α) αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει το εν λόγω πρόσωπο∙

(β) έκδοση διαταγής δυνάμει της οποίας η διάθεση, η υπογραφή συμφωνίας διάθεσης, η πώληση, η ανταλλαγή, η μίσθωση, η μεταβίβαση, η δωρεά και εν γένει η αποξένωση των μετοχών που κατέχει είναι άκυρη∙

(γ) απαγόρευση απόκτησης, περιλαμβανομένης απόκτησης δια δωρεάς ή μέσω άσκησης δικαιωμάτων αγοράς, μετοχών του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος∙ και

(δ) απαγόρευση διενέργειας οποιωνδήποτε πληρωμών από το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος που απορρέουν από τις μετοχές, εξαιρουμένης της περίπτωσης διάλυσης του ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος.

(4)(α) Σε περίπτωση φυσικών ή νομικών προσώπων που παραβαίνουν την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, η Αρμόδια Αρχή δύναται να λαμβάνει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρονται στο εδάφιο (3), ορίζοντας τη χρονική διάρκεια ισχύος του μέτρου ή ότι το μέτρο ισχύει μέχρι την ανάκλησή του από την Αρμόδια Αρχή.

(β) Το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος υποχρεούται να γνωστοποιεί σύμφωνα με το άρθρο 9 οποιαδήποτε μεταβολή επηρεάζει την ακρίβεια των στοιχείων που έχει υποβάλει στην Αρμόδια Αρχή σχετικά με την ταυτότητα των προσώπων που έχουν άμεσα ή έμμεσα έλεγχο σε αυτό

(γ) Η λήψη μέτρων σύμφωνα με το παρόν εδάφιο δεν απαλλάσσει το ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος από τις συνέπειες τυχόν παράβασης του άρθρου 9.

(5) Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Αρμόδιας Αρχής, είτε η Αρμόδια Αρχή εξέφρασε την αντίθεσή της πριν από την απόκτηση συμμετοχής είτε μετά από αυτή, η Αρμόδια Αρχή αναστέλλει την άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές ή δικαιώματα ψήφου που κατέχει ο αποκτήσας τη συμμετοχή και δύναται επιπρόσθετα να λάβει οποιοδήποτε από τα μέτρα που αναφέρεται στις παραγράφους (β) και (δ) του εδαφίου (3).

(6) Η αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου σύμφωνα με το εδάφιο (5), καθιστά άκυρη τυχόν άσκηση των δικαιωμάτων ψήφου που πραγματοποιήθηκε αφότου η Αρμόδια Αρχή εξέφρασε την αντίθεσή της.

(7) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων των εδαφίων (4) έως και (6), η Αρμόδια Αρχή δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο κατ’ ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 ή 43, επί προσώπου το οποίο παραβαίνει την κατά το παρόν άρθρο υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησης, καθώς επίσης επί προσώπου το οποίο αποκτά συμμετοχή παρά την αντίθεση της Αρμόδιας Αρχής∙ σε περίπτωση νομικού προσώπου, το εδάφιο (2) του άρθρου 42 και το εδάφιο (2) του άρθρου 43 εφαρμόζονται επί των συμβούλων, διευθυντών, γραμματέων, μελών επιτροπείας, αξιωματούχων και υπαλλήλων, αντίστοιχα, αυτού του προσώπου.

(8) Η Αρμόδια Αρχή δύναται με οδηγίες της να ορίζει ότι το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται, εν όλω ή εν μέρει, στην περίπτωση ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος που ασκεί μια ή περισσότερες δραστηριότητες που εμπίπτουν στην παράγραφο (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 15.