Μέλη του προσωπικού που αποβιώνουν ή αγνοούνται

53.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Πλοίαρχοι και Ναυτικοί) Νόμων του 1963 έως (Aρ. 2) του 2002 ή οποιουδήποτε άλλου νόμου της Δημοκρατίας ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών, ο πλοίαρχος του πλοίου και ο πλοιοκτήτης έχουν έκαστος την υποχρέωση να αναφέρουν στην Αρμόδια Αρχή το όνομα, το επώνυμο, την υπηκοότητα και τον αριθμό της ταυτότητος ή του διαβατηρίου ή του ταξιδιωτικού εγγράφου κάθε μέλους που αποβιώνει ή αγνοείται-

(α) κατά τη διάρκεια της παράνομης πράξης∙ ή

(β) κατά τη διάρκεια που το εν λόγω μέλος δικαιολογημένα απουσίαζε από το πλοίο∙ ή

(γ) λόγω τραυματισμού ή σωματικής βλάβης που υπέστη το εν λόγω μέλος σε οποιοδήποτε χρόνο από όπλο ή ειδικό εξοπλισμό ασφαλείας που βρισκόταν πάνω στο πλοίο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 4 ή/και της παραγράφου (α) αντίστοιχα των εδαφίων (2) ή (3) του άρθρου 12 του παρόντος Νόμου.

(2) Η ισχύς της σύμβασης εργασίας μέλους που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου παρατείνεται μέχρι τον επαναπατρισμό και παράδοση της σωρού του στους οικείους αυτού ή της κήρυξης από την Αρμόδια Αρχή ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου.

(3)(α) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση του επαναπατρισμού και της παράδοσης της σωρού των μελών που αποβιώνουν, στους οικείους αυτών και με δική του δαπάνη.

(β) Ο πλοιοκτήτης απαλλάσσεται της κατά την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου υποχρέωσης στις περιπτώσεις που αγνοείται η τύχη-

(i) του εν λόγω μέλους και έχει κηρυχθεί από την Αρμόδια Αρχή ότι τεκμαίρεται ο θάνατος αυτού δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου∙ και

(ii) της σωρού του εν λόγω μέλους και έχει κηρυχθεί από την Αρμόδια Αρχή ότι τεκμαίρεται ο θάνατος αυτού δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου.

(γ) Ο πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση της παράδοσης των προσωπικών αντικειμένων, που έχουν παραμείνει πάνω στο πλοίο, των μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, στους οικείους αυτών και με δική του δαπάνη.

(4) O πλοιοκτήτης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στους οικείους των μελών που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου τα ημερομίσθια και την αποζημίωση που αναφέρεται στη σύμβαση εργασίας του εν λόγω μέλους σε περίπτωση που αυτό αποβιώσει ή έχει κηρυχθεί, από την Αρμόδια Αρχή δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου, ότι τεκμαίρεται ο θάνατος αυτού.

(5) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, η υποχρέωση του πλοιοκτήτη για καταβολή ημερομισθίων ή αποζημίωσης μειώνεται ανάλογα κατά το ποσό και από τη στιγμή που οι οικείοι του εν λόγω μέλους-

(α) καθίστανται δικαιούχοι σε χρηματικά ωφελήματα ή επιδόματα δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε ισχύοντος στη Δημοκρατία ή στην αλλοδαπή κρατικού ή ημικρατικού υποχρεωτικού σχεδίου ασφάλισης ασθένειας ή ατυχημάτων ή θανάτων ή σχεδίου αποζημίωσης εργατικών ατυχημάτων ή θανάτων∙ ή

(β) καθίστανται δικαιούχοι σε χρηματικά ωφελήματα ή επιδόματα που παρέχονται από αναγνωρισμένο ιδιωτικό ασφαλιστικό οργανισμό.

(6)(α) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμων, Κεφ. 195 και Νόμοι του 1970 και 1989 ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών, όπου, στις περιστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η τύχη μέλους αγνοείται, η Αρμόδια Αρχή-

(i) αφού διερευνήσει, και ικανοποιηθεί αναφορικά με τις συνθήκες και περιστάσεις της εξαφάνισης του εν λόγω μέλους∙ και

(ii) εφόσον έχουν παρέλθει δώδεκα μήνες από την τελευταία ημερομηνία που το εν λόγω μέλος, με βάση ικανοποιητική μαρτυρία που εξασφάλισε, ήταν εν ζωή∙ και

(iii) εφόσον ουδέποτε έκτοτε λήφθηκαν πληροφορίες ότι το εν λόγω μέλος βρίσκεται στην ζωή∙

με αιτιολογημένη απόφαση της έχει εξουσία και δύναται, τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (β) του παρόντος εδαφίου, να κηρύσσει ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους και να εκδίδει ως προς τούτο σχετικό πιστοποιητικό για χρήση ως τεκμήριο-

(αα) αναφορικά με την κατά το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου λήξη της ισχύος της σύμβασης εργασίας του εν λόγου μέλους∙

(ββ) αναφορικά με τις υποχρεώσεις του πλοιοκτήτη που προκύπτουν από τις διατάξεις των εδάφιων (3) έως (4) του παρόντος άρθρου∙ και

(γγ) από τους οικείους του εν λόγου μέλους.

(β) Δεν δύναται να γίνει κήρυξη θανάτου πριν από τη λήξη του έτους κατά το οποίο το εν λόγω μέλος θα συμπλήρωνε το εικοστό πρώτο έτος της ηλικίας του.

(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των περί Διαθηκών και Διαδοχής Νόμων ή κανονιστικής ή διοικητικής πράξης που έχει εκδοθεί ή εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων αυτών, όπου, στις περιστάσεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α) έως (γ) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου, η τύχη της σωρού μέλους αγνοείται, η Αρμόδια Αρχή-

(α) αφού διερευνήσει, και ικανοποιηθεί αναφορικά με τις συνθήκες και περιστάσεις της εξαφάνισης του εν λόγω μέλους∙ και

(β) εφόσον εξασφαλίσει ικανοποιητική μαρτυρία ή ικανοποιηθεί ότι αυτό απεβίωσε∙

με αιτιολογημένη απόφαση της έχει εξουσία και δύναται να κηρύσσει ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους και να εκδίδει ως προς τούτο σχετικό πιστοποιητικό για χρήση ως τεκμήριο για τους σκοπούς που αναφέρονται στις διατάξεις των υποπαραγράφων (αα) έως (γγ) της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου.

(8) Σε περίπτωση που μετά την κήρυξη, δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου, ότι τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους, η Αρμόδια Αρχή πληροφορείται και επιβεβαιώνει ότι αυτό είναι εν ζωή τότε έχει την υποχρέωση και την εξουσία να ακυρώσει την κατά την παράγραφο (α) του εδαφίου (6) ή του εδαφίου (7) του παρόντος άρθρου απόφαση της καθώς και το σχετικό με αυτή πιστοποιητικό και έχει επίσης την υποχρέωση να εκδίδει ως προς τούτο σχετικό πιστοποιητικό χωρίς να απαιτεί την καταβολή οποιουδήποτε τέλους από τον πλοιοκτήτη ή τους οικείους του εν λόγω μέλους.

(9) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση να ολοκληρώσει τις διερευνήσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (6) και στο εδάφιο (7) του παρόντος άρθρου μέσα σε έξι μήνες μετά από οποιαδήποτε από τις πιο κάτω ημερομηνίες είναι μεταγενέστερη-

(α) τη λήξη της παράνομης πράξης∙ ή

(β) την ημερομηνία που έχει πληροφορηθεί ότι η τύχη μέλους ή ότι η τύχη της σωρού μέλους αγνοείται.

(10)(α) Η Αρμόδια Αρχή έχει την υποχρέωση και την εξουσία να καθορίζει, με βάση τα συμπεράσματα των διερευνήσεων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (6) και στο εδάφιο (7) του παρόντος άρθρου και για τους σκοπούς των εδαφίων (2), (4) και (5) του παρόντος άρθρου, την ημερομηνία από την οποία τεκμαίρεται ο θάνατος του εν λόγω μέλους.

(β) Αν ο χρόνος θανάτου καθοριστεί μόνο ως ορισμένη ημέρα, τότε θεωρείται ότι συνέβη κατά τη λήξη της ημέρας αυτής.