Επενδυτικοί κανόνες Ταμείου

36.-(1) Κάθε Ταμείο οφείλει να επενδύει σύμφωνα με τις επιταγές της συνετής διαχείρισης και ιδιαίτερα σύμφωνα με τους ακόλουθους κανόνες:

(α) τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται με γνώμονα την καλύτερη δυνατή εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μελών και των δικαιούχων∙ σε περίπτωση πιθανής σύγκρουσης συμφερόντων, το Ταμείο ή ο φορέας που διαχειρίζεται το χαρτοφυλάκιό του, εξασφαλίζει ότι η επένδυση γίνεται αποκλειστικά προς το συμφέρον των μελών και των δικαιούχων·

(β) τα στοιχεία του ενεργητικού επενδύονται κατά τρόπο ώστε να διασφαλίζεται η ασφάλεια, ποιότητα, ρευστότητα και κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του∙ το ενεργητικό που προορίζεται για την κάλυψη των τεχνικών αποθεματικών επενδύεται κατά τρόπο προσιδιάζοντα στη φύση και τη διάρκεια των προσδοκώμενων συνταξιοδοτικών παροχών·

(γ) το ενεργητικό επενδύεται πρωτίστως σε οργανωμένες αγορές, ενώ το τμήμα που επενδύεται σε στοιχεία μη εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες χρηματοοικονομικές αγορές παραμένει, σε κάθε περίπτωση, σε συνετά επίπεδα·

(δ)(i) η επένδυση σε παράγωγα μέσα είναι δυνατή όταν συμβάλλει στη μείωση των επενδυτικών κινδύνων ή διευκολύνει την αποτελεσματική διαχείριση του χαρτοφυλακίου,

(ii) η εκτίμηση των παραγώγων γίνεται με σύνεση, λαμβανομένου υπόψη του αντίστοιχου τμήματος του ενεργητικού, ενώ τα παράγωγα περιλαμβάνονται στην αποτίμηση του ενεργητικού του Ταμείου,

(iii) το Ταμείο αποφεύγει την υπερβολική έκθεση στους κινδύνους του ενός και μοναδικού αντισυμβαλλομένου, καθώς και άλλων πράξεων, με αντικείμενο παράγωγα μέσα·

(ε)(i) τα στοιχεία του ενεργητικού είναι διαφοροποιημένα όπως αρμόζει και κατά τρόπο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη εξάρτηση από κάποιο συγκεκριμένο επενδυτικό στοιχείο του ή κάποιο συγκεκριμένο εκδότη ή όμιλο επιχειρήσεων, αλλά και η συσσώρευση κινδύνων στο χαρτοφυλάκιο συνολικά,

(ii) οι επενδύσεις σε στοιχεία εκδοθέντα από τον ίδιο εκδότη ή από εκδότες, οι οποίοι ανήκουν στον ίδιο όμιλο, δεν πρέπει να εκθέτουν το Ταμείο σε υπέρμετρη συσσώρευση κινδύνων·

(στ) η επένδυση στη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το 5% του συνόλου του χαρτοφυλακίου και, όταν η χρηματοδοτούσα επιχείρηση ανήκει σε όμιλο, η επένδυση στις επιχειρήσεις που ανήκουν στον ίδιο όμιλο με τη χρηματοδοτούσα επιχείρηση δεν υπερβαίνει το 10% του χαρτοφυλακίου:

Νοείται ότι, εάν το Ταμείο χρηματοδοτείται από περισσότερες της μίας επιχειρήσεις, η επένδυση του Ταμείου σε μίαν εκάστη χρηματοδοτούσα επιχείρηση γίνεται με σύνεση, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για προσήκουσα διαφοροποίηση των στοιχείων του ενεργητικού∙

(ζ) οι απαιτήσεις που προβλέπονται στις παραγράφους (ε) και (στ) δεν εφαρμόζονται σε επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα.

(2) Το Ταμείο δεν δικαιούται να δανείζεται ή να ενεργεί ως εγγυητής υπέρ τρίτων:

Νοείται ότι δανειοληπτικές πράξεις επιτρέπονται , όταν οι εν λόγω πράξεις διενεργούνται με σύνεση και μόνο σε προσωρινή βάση για λόγους ρευστότητας του Ταμείου.

(3) Με εξαίρεση τις εξασφαλίσεις για δανειοληπτικές πράξεις που διενεργούνται σύμφωνα με το εδάφιο (2), οι επενδύσεις του Ταμείου τηρούνται από το Ταμείο αυτό ελεύθερες κάθε υποθήκης, επιβάρυνσης, δέσμευσης ή δικαιώματος επισχέσεως.

(4) Το Ταμείο δύναται να επενδύει στις κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων που επιλέγει.

(5) Τηρουμένου του άρθρου 24, οι επενδυτικές αποφάσεις του Ταμείου δεν υπόκεινται σε προηγούμενη έγκριση ή υποχρεωτική γνωστοποίηση, εκτός όπου αυτό απαιτείται από τους κανόνες λειτουργίας του Ταμείου.

(6)(α) Κάθε Ταμείο δύναται να επενδύει μέχρι 70% του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά ή του συνολικού χαρτοφυλακίου, για συνταξιοδοτικά σχέδια, στα οποία τα μέλη φέρουν τον κίνδυνο επενδύσεων, σε μετοχές, διαπραγματεύσιμα αξιόγραφα εξομοιούμενα προς μετοχές και σε εταιρικά ομόλογα εισηγμένα προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένες αγορές, καθώς και να αποφασίζει για το μερίδιο των εν λόγω αξιογράφων στο επενδυτικό χαρτοφυλάκιο:

Νοείται ότι, εφόσον δικαιολογείται από πλευράς συνετής διαχείρισης, ο Έφορος δύναται να επιβάλλει με απόφασή του χαμηλότερο όριο σε Ταμείο που καταβάλλει συνταξιοδοτικές παροχές με εγγύηση μακροπρόθεσμων επιτοκίων, φέρει τον επενδυτικό κίνδυνο και παρέχει το ίδιο αυτή την εγγύηση.

(β) Κάθε Ταμείο επιτρέπεται να επενδύει μέχρι 30% του ενεργητικού που καλύπτει τα τεχνικά αποθεματικά σε στοιχεία ενεργητικού εκπεφρασμένα σε νομίσματα διαφορετικά από εκείνα στα οποία είναι εκπεφρασμένες οι υποχρεώσεις του.

(γ) Κάθε Ταμείο επιτρέπεται να επενδύει σε επιχειρηματικά κεφάλαια.

(7)(α) Κανένα δάνειο οποιασδήποτε μορφής δεν χορηγείται από Ταμείο προς χρηματοδοτούσα επιχείρηση και οποιοδήποτε τέτοιο δάνειο είναι άκυρο.

(β) Οι κανόνες λειτουργίας Ταμείου Προνοίας δύνανται να προβλέπουν για τη χορήγηση δανείου σε μέλος για τους σκοπούς και υπό τους όρους και προϋποθέσεις που καθορίζονται με Κανονισμούς.

(8) Τηρουμένων των εδαφίων (1) έως (7), ο Έφορος με οδηγίες του δύναται να απαιτεί αναλυτικότερες ρυθμίσεις για τα θέματα που καθορίζονται στο εδάφιο (6), συμπεριλαμβανομένων ποσοτικών κανόνων, υπό την προϋπόθεση ότι αυτές δικαιολογούνται από άποψη συνετής διαχείρισης ώστε να καθίσταται εμφανές το πλήρες φάσμα των συνταξιοδοτικών σχεδίων που διαχειρίζεται το Ταμείο.

(9) Ο Έφορος με οδηγίες του δύναται να μειώνει οποιοδήποτε ποσοστό που προβλέπεται στο εδάφιο (6), αναφορικά με τα Ταμεία που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 3.