Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν προκύπτει διαφορετικά από το κείμενο -

«άδεια» σημαίνει την έγκριση και εγγραφή του αδειούχου προσώπου στο Μητρώο που τηρείται από την Επιτροπή·

«αδειούχο πρόσωπο» σημαίνει την εταιρεία που κατέχει άδεια δυνάμει του παρόντος Νόμου·

«δικαιούχα πρόσωπα» σημαίνει τα εξαιρούμενα πρόσωπα τα οποία εποπτεύονται από τις αντίστοιχες εποπτικές τους αρχές και τα αδειούχα πρόσωπα·

«διοικητικές υπηρεσίες» σημαίνει τις υπηρεσίες που ρυθμίζονται από τον παρόντα Νόμο και καθορίζονται στο άρθρο 4·

«εμπίστευμα» σημαίνει τη γραπτή νομική διευθέτηση όπου ο εμπιστευματοπάροχος μεταβιβάζει περιουσία σε ένα ή περισσότερους εμπιστευματοδόχους/επίτροπους οι οποίοι θα την κατέχουν προς όφελος ενός ή περισσοτέρων άλλων προσώπων/δικαιούχων και περιλαμβάνει διεθνές εμπίστευμα, που καθορίζεται στον περί Διεθνών Εμπιστευμάτων Νόμο.

«εμπιστευματοδόχος» ή «επίτροπος» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο συγκεκριμένη περιουσία έχει μεταβιβαστεί ή έχει παραχωρηθεί σύμφωνα με τους όρους του εγγράφου εμπιστεύματος ή της συμφωνίας εμπιστεύματος, το οποίο θα την κατέχει προς όφελος ενός ή περισσοτέρων άλλων προσώπων/δικαιούχων ˙

«εμπιστευματοπάροχος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο μεταβιβάζει, ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο διαθέτει, περιουσία σε εμπίστευμα ˙

«εξαιρούμενο πρόσωπο», σημαίνει:

(α) (ι) δικηγόρο και ή εταιρεία δικηγόρων κατά την έννοια του περί Δικηγόρων Νόμου,

(ιι) ομόρρυθμη εταιρεία ή ετερόρρυθμη εταιρεία της οποίας οι ομόρρυθμοι εταίροι είναι δικηγόροι ή εταιρεία δικηγόρων και

(ιιι) θυγατρική εταιρεία, αμέσως ή εμμέσως, οποιωνδήποτε από τους πιο πάνω,

που εποπτεύoνται από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου υπό την ιδιότητα του ως Εποπτική Αρχή στα πλαίσια του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

(β) (ι) μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ)

(ιι) ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης της οποίας η πλειοψηφία των ομόρρυθμων εταίρων ή των μετόχων και των διευθυντών είναι μέλη του ΣΕΛΚ, και

(ιιι) θυγατρική εταιρεία, αμέσως ή εμμέσως, οποιωνδήποτε από τους πιο πάνω,

που εποπτεύoνται από το Συμβούλιο του ΣΕΛΚ υπό την ιδιότητα του ως Εποπτική Αρχή στα πλαίσια του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

«επενδυτικές υπηρεσίες» σημαίνει οποιεσδήποτε από τις υπηρεσίες και δραστηριότητες, αντίστοιχα, που καθορίζονται στο Μέρος Ι του Τρίτου Παραρτήματος του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, οι οποίες αφορούν οποιοδήποτε από τα χρηματοοικονομικά μέσα που απαριθμούνται στο Μέρος ΙΙΙ του Τρίτου Παραρτήματος του ιδίου Νόμου·

«Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς» ή «Επιτροπή» σημαίνει το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου που διέπεται από τον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο·

«Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΕΠΕΥ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

«Εποπτικές Αρχές» σημαίνει τις Αρχές οι οποίες ορίζονται δυνάμει του άρθρου 59 του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου·

«εταιρεία» σημαίνει εταιρεία που συστάθηκε δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου·

«Εταιρεία Διαχείρισης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου·

«Εταιρεία Επενδύσεων Μεταβλητού Κεφαλαίου» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 6 του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου·

«ετερόρρυθμη εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Ομόρρυθμων και Ετερόρρυθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο˙

«θεματοφύλακας» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου·

«θυγατρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τα άρθρα 2 και 148 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και την έννοια που αποδίδουν στον όρο «θυγατρική επιχείρηση» τα άρθρα 1 και 2 της Έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 1983 βασιζόμενη στο άρθρο 54 παράγραφος 3 περίπτωση ζ) της συνθήκης για τους ενοποιημένους λογαριασμούς, περιλαμβάνει δε κάθε θυγατρική μιας θυγατρικής επιχείρησης της μητρικής επιχείρησης που είναι επικεφαλής των επιχειρήσεων αυτών.

«ιδιωτική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 29 του περί Εταιρειών Νόμου ˙

«Κυπριακή Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή «ΚΕΠΕΥ» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ∙

«λειτουργός συμμόρφωσης» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από την παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 69 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου και στην παράγραφο 2 της Οδηγίας ΟΔ144-2007-08 της Επιτροπής για την Παρεμπόδιση Ξεπλύματος Παράνομου Χρήματος και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας ·

«μητρική εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τα άρθρα 2 και 148 του περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και την έννοια που αποδίδουν στον όρο «μητρική επιχείρηση» τα άρθρα 1 και 2 της Έβδομης Οδηγίας 83/349/ΕΟΚ για τους ενοποιημένους λογαριασμούς.

«Μητρώα Εμπιστευμάτων» σημαίνει τα μητρώα εμπιστευμάτων που καταρτίζονται και τηρούνται από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο και το   Σύνδεσμο Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου (ΣΕΛΚ), ανάλογα με την περίπτωση, δυνάμει του άρθρου 25Α.

«Μητρώο» σημαίνει το Μητρώο που καταρτίζεται και τηρείται δυνάμει των εδαφίων (1) μέχρι (5) του άρθρου 25∙

«Μονάδα» σημαίνει τη Μονάδα Καταπολέμησης Αδικημάτων Συγκάλυψης, η οποία εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου·

«Νόμος» σημαίνει τον παρόντα Νόμο και τις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες οδηγίες·

«Οδηγία ΟΔ144-2007-08» σημαίνει την Οδηγία της Επιτροπής για την Παρεμπόδιση Ξεπλύματος Παράνομου Χρήματος και Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας·

«Οδηγίες» σημαίνει τις Οδηγίες κανονιστικού περιεχομένου της Επιτροπής, οι οποίες εκδίδονται κατ’ εξουσιοδότηση του παρόντος Νόμου και δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ∙

«ομόρρυθμη εταιρεία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Ομόρρυθμων και Ετερόρρυθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο˙

«πελάτης» σημαίνει κάθε πρόσωπο στο οποίο παρέχονται διοικητικές υπηρεσίες ∙

«πιστωτικό ίδρυμα» σημαίνει τράπεζα και ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα ∙

«πραγματικός δικαιούχος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του Περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου˙

«πρόσωπα που πραγματικά διευθύνουν» σημαίνει τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου του αδειούχου προσώπου και τα ανώτερα διευθυντικά του στελέχη·

«ρυθμιζόμενη αγορά» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου·

«σύμβουλος» σημαίνει πρόσωπο που κατέχει τη θέση συμβούλου σε εταιρεία ή που έχει εξουσία να ασκεί ουσιαστικά τις ίδιες αρμοδιότητες με εκείνες που ασκούνται από σύμβουλο σε εταιρεία, και περιλαμβάνει πρόσωπο κατόπιν εντολής του οποίου σύμβουλος ή σύμβουλοι συνήθως ενεργούν·

«συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου·

«τράπεζα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Τραπεζικών Εργασιών Νόμου·

«χρηματοοικονομικά μέσα» σημαίνει τα μέσα που καθορίζονται από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου.