Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια:

«αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα ή «ΑΠΙ», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως (Αρ. 4) του 2013, όπως αυτοί εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται·

«αρμόδια εποπτική αρχή» σημαίνει:

(α) σε σχέση με αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα∙ ή ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος ή πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων κατά τα οριζόμενα στον περί Συμβάσεων Πίστωσης για Καταναλωτές σε σχέση με Ακίνητα που προορίζονται για Κατοικία Νόμο του 2017 ή πάροχο υπηρεσιών πληρωμής ή νομικό πρόσωπο που κατέχει άδεια παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά χρημάτων από και προς τη Δημοκρατία, την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου,

(β) σε σχέση με Ε.Π.Ε.Υ. ή Ε.Δ.Α.Κ., την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου και

(γ) σε σχέση με Ασφαλιστική Επιχείρηση ή νομικό ή φυσικό πρόσωπο το οποίο ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στον ασφαλιστικό τομέα, τον Έφορο Ασφαλίσεων.

«Ασφαλιστική Επιχείρηση» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου.

«Βοηθός Επίτροπος» σημαίνει το διοριζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 7 Βοηθό Χρηματοοικονομικό Επίτροπο.

«δικαιούχος πληρωμής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 2, σημείο 13, του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751·

«διακανονισμός» σημαίνει την εξώδικη επίτευξη φιλικού διακανονισμού με τη μέθοδο της διαμεσολάβησης από τον Επίτροπο, νοουμένου ότι τα εμπλεκόμενα μέρη έχουν αποδεχτεί τη δεσμευτικότητα της απόφασής του σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

«διασυνοριακή διαφορά» σημαίνει την διαφορά μεταξύ ενός καταναλωτή και ενός φορέα παροχής χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όταν ο φορέας παροχής είναι εγκατεστημένος σε κράτος μέλος άλλο απ’ αυτό στο οποίο διαμένει ο καταναλωτής.

«Εγκεκριμένος Αναλυτής Χρηματοοικονομικών Παραπόνων» σημαίνει το Χρηματοοικονομικό Αναλυτή ο οποίος είναι εγγεγραμμένος στο Ειδικό Μητρώο Χρηματοοικονομικών Αναλυτών που τηρεί ο Επίτροπος·

«Επίτροπος» σημαίνει το διοριζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 7 Χρηματοοικονομικό Επίτροπο.

«Επιχείρηση Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών» ή κατά ταυτόσημη έννοια «Ε.Π.Ε.Υ.», έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου.

«εργασίες διαμεσολάβησης» έχει την έννοια που αποδίδεi στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου.

«Εταιρεία Διαχειρίσεως Αμοιβαίου Κεφαλαίου» ή κατά ταυτόσημη έννοια «Ε.Δ.Α.Κ.», σημαίνει Εταιρεία Διαχείρισης όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 41 του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου.

«Έφορος Ασφαλίσεων» σημαίνει τον ασκούντα καθήκοντα Εφόρου Ασφαλίσεων δημόσιο λειτουργό, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 4 του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου·

«Έφορος της Υπηρεσίας Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών» [Διαγράφηκε]·

«ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί των Ιδρυμάτων Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου·

«ίδρυμα πληρωμών» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Υπηρεσιών Πληρωμών Νόμου·

«Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΕ) 2015/751 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2015, σχετικά με τις διατραπεζικές προμήθειες για πράξεις πληρωμών με κάρτες·

«καταναλωτής» σημαίνει, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 10, φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φιλανθρωπικό ίδρυμα ή σωματείο ή ένωση προσώπων ή καταπίστευμα ή ταμείο προνοίας αλλά δεν περιλαμβάνει αρμόδια εποπτική αρχή ή, τηρουμένης της επιφύλαξης της παραγράφου (α) και της πρώτης επιφύλαξης της παραγράφου (β) του άρθρου 10, οποιαδήποτε χρηματοοικονομική επιχείρηση·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή άλλο κράτος το οποίο είναι συμβαλλόμενο μέρος στην Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο, η οποία υπογράφηκε στο Οπόρτο στις 2 Μαρτίου 1992, και προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφηκε στις Βρυξέλλες στις 17 Μαΐου 1993, ως η Συμφωνία εκάστοτε περαιτέρω τροποποιείται·

«κώδικας» σημαίνει τον κώδικα συμπεριφοράς για το χειρισμό δανειοληπτών οι οποίοι δε δύνανται καθόλου ή δε δύνανται επαρκώς να ανταποκριθούν στις τρέχουσες δανειακές υποχρεώσεις τους έναντι τράπεζας λόγω οικονομικών δυσκολιών και οι οποίοι επιδιώκουν αναδιαρθρώσεις των δανείων τους, ο οποίος εκδόθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου βάσει της Οδηγίας Διαχείρισης Καθυστερήσεων του 2013 και 2014·

«Οδηγίες» σημαίνει τις Οδηγίες που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21·

«παράπονο» σημαίνει τη γραπτή υποβολή στο Φορέα διαμαρτυρίας ή αντίρρησης ή διαφοράς εναντίον χρηματοοικονομικής επιχείρησης, το ύψος της οποίας δεν υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€250.000):

Νοείται ότι, από τον ορισμό του όρου “παράπονο” για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου εξαιρούνται παράπονα τρίτων, εκτός στις περιπτώσεις όπου ο παραπονούμενος είναι άτομο στο οποίο μεταβιβάζεται το όφελος της απαίτησης βάσει ασφαλιστηρίου εναντίον της επιχείρησης, με σύμβαση εκχώρησης δικαιωμάτων, σύμβαση υποκατάστασης ή βάσει νομοθεσίας.

«πάροχος υπηρεσιών πληρωμής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το Άρθρο 2, σημείο 24, του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/751·

«Συμβούλιο» σημαίνει το Διοικητικό Συμβούλιο του Φορέα που διορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 ·

«συνδεδεμένα πρόσωπα» σημαίνει, σε σχέση με μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου ή σε σχέση με τον Επίτροπο ή το Bοηθό Επίτροπο-

(α) συγγενείς μέχρι δευτέρου βαθμού εξ αίματος ή σύζυγο·

(β) εργοδότη μέλους του Συμβουλίου ή όμιλο στον οποίο ανήκει ο εργοδότης·

(γ) ελεγχόμενες από μέλος του Συμβουλίου ή τον Επίτροπο ή το Βοηθό Επίτροπο ή από τα αναφερόμενα στις παραγράφους (α) και (β) πρόσωπα επιχειρήσεις, στις οποίες αυτοί κατέχουν τουλάχιστον ποσοστό είκοσι τοις εκατόν (20%) του μετοχικού κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου.

«τράπεζα» [Διαγράφηκε]·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα εκτός των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Οικονομικών ή οποιονδήποτε δεόντως εξουσιοδοτημένο από αυτόν λειτουργό του υπουργείου του·

«Φορέας» σημαίνει τον Ενιαίο Φορέα Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών Χρηματοοικονομικής Φύσης που συνίσταται κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 3·

«χρηματοοικονομική επιχείρηση» σημαίνει:

(α) ΑΠΙ,

(β) ίδρυμα ηλεκτρονικού χρήματος,

(γ) ίδρυμα πληρωμών,

(δ) νομικό πρόσωπο που κατέχει άδεια παροχής υπηρεσιών διαμεσολάβησης στη μεταφορά χρημάτων από και προς τη Δημοκρατία,

(ε) Ασφαλιστική Επιχείρηση,

(στ) Ε.Π.Ε.Υ.,

(ζ) Ε.Δ.Α.Κ. ή

(η) άλλο φυσικό ή νομικό πρόσωπο που λειτουργεί στη Δημοκρατία σύμφωνα με άδεια λειτουργίας χορηγηθείσας από αρμόδια εποπτική αρχή ή δυνάμει καθεστώτος ελεύθερης εγκατάστασης δυνάμει του:

(i) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·

(ii) περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου

(iii) περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου, ή

(iv) περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου.

και περιλαμβάνει νομικό ή φυσικό πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στον ορισμό του όρου «διαμεσολαβητής» όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 2 του περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου και ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στον ασφαλιστικό τομέα.

«Χρηματοοικονομικός Τομέας» σημαίνει:

(α) τον τομέα στον οποίο υπάγονται νομικά ή φυσικά πρόσωπα που λειτουργούν στη Δημοκρατία βάσει άδειας λειτουργίας χορηγηθείσας από αρμόδια εποπτική αρχή ή δυνάμει καθεστώτος ελεύθερης εγκατάστασης όπως προβλέπεται στον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο· ή

(β) τον τομέα στον οποίο υπάγονται νομικά ή φυσικά πρόσωπα που λειτουργούν στη Δημοκρατία βάσει άδειας λειτουργίας χορηγηθείσας από αρμόδια εποπτική αρχή ή δυνάμει καθεστώτος ελεύθερης εγκατάστασης όπως προβλέπεται στον περί της Ασκήσεως Ασφαλιστικών Εργασιών και Άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμο και περιλαμβάνει νομικό ή φυσικό πρόσωπο, το οποίο εμπίπτει στον ορισμό του όρου «διαμεσολαβητής» όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 2 του υπό αναφορά νόμου και ασκεί εργασίες διαμεσολάβησης στον ασφαλιστικό τομέα, ή

(γ) τον τομέα που περιλαμβάνει νομικά ή φυσικά πρόσωπα που λειτουργούν στη Δημοκρατία βάσει άδειας λειτουργίας χορηγηθείσας από αρμόδια εποπτική αρχή ή δυνάμει καθεστώτος ελεύθερης εγκατάστασης όπως προβλέπεται στον περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο ή στον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο.