Απόφαση επί καταγγελίας

14ΙΑ.-(1) Ο Επίτροπος, αφού ολοκληρώσει την εξέταση της καταγγελίας, εκδίδει γραπτώς την τελική του απόφαση και την κοινοποιεί στον καταναλωτή που υπέβαλε την καταγγελία και στον πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων εναντίον του οποίου ο καταναλωτής υπέβαλε την καταγγελία:

Νοείται ότι, ο Επίτροπος καταλήγει στην τελική του απόφαση λαμβάνοντας υπόψη το νομικό πλαίσιο εντός του οποίου λειτουργούν οι πιστωτές ή/και μεσίτες πιστώσεων δυνάμει των διατάξεων του Νόμου, οποιασδήποτε άλλης σχετικής νομοθεσίας, της νομολογίας, των σχετικών κώδικων επαγγελματικής συμπεριφοράς και της γενικά αποδεκτής ακολουθούμενης επιχειρηματικής πρακτικής, έχοντας ως στόχο τον διακανονισμό και επίλυση των καταγγελιών που υποβάλλονται σε αυτόν.

(2) Ο Επίτροπος στη γραπτή απόφασή του, η οποία είναι αιτιολογημένη και φέρει την υπογραφή του, καθορίζει τα ακόλουθα:

(α) Το διακανονισμό που επιτεύχθηκε ή, ανάλογα με την περίπτωση, το γεγονός ότι δεν επιτεύχθηκε διακανονισμός και επίλυση της καταγγελίας με τη μέθοδο της διαμεσολάβησης∙

(β) σε περίπτωση που τα εμπλεκόμενα μέρη δεν έχουν αποδεχτεί τη δεσμευτικότητα της απόφασης σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (5) του άρθρου 14Θ, αίτημα προς τους εμπλεκόμενους όπως τον ειδοποιήσουν γραπτώς εντός δύο (2) μηνών κατά πόσο αποδέχονται την εκδοθείσα απόφασή του ως δεσμευτική προς τους ίδιους∙

(γ) την προθεσμία εντός της οποίας τα εμπλεκόμενα μέρη οφείλουν να συμμορφωθούν με την απόφαση, όπου αυτό εφαρμόζεται∙

(δ) ότι η αποδοχή και από τα δύο μέρη της δεσμευτικότητας της απόφασης καθιστά την απόφαση τελική και μη υποκείμενη σε έφεση ενώπιον Δικαστηρίου, όπου αυτό εφαρμόζεται.

(3) Σε περίπτωση που εντός της προθεσμίας των δύο (2) μηνών που καθορίζεται στην απόφαση, ο καταναλωτής ή ο πιστωτής ή/και ο μεσίτης πιστώσεων ή όλα τα εμπλεκόμενα μέρη απορρίψουν την απόφαση ή και δεν ειδοποιήσουν γραπτώς τον Επίτροπο κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (β) του εδαφίου (2), ο Επίτροπος αμέσως μετά την εκπνοή της προθεσμίας θεωρεί ότι ο καταναλωτής ή/και ο πιστωτής ή/και ο μεσίτης πιστώσεων έχουν απορρίψει την απόφασή του και ως εκ τούτου η απόφαση δεν θεωρείται πλέον δεσμευτική για οποιοδήποτε από τα εμπλεκόμενα μέρη.

(4) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), μετά την εκπνοή της προθεσμίας των δύο (2) μηνών που καθορίζεται στην απόφαση ο Επίτροπος ενημερώνει τον πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων κατά πόσον ο καταναλωτής έχει αποδεχτεί ή απορρίψει την απόφαση και τον καταναλωτή, κατά πόσο ο πιστωτής ή/και ο μεσίτης πιστώσεων έχει αποδεχτεί ή απορρίψει την απόφαση και ότι η εξέταση της καταγγελίας θεωρείται ότι έχει ολοκληρωθεί.

(5) Σε περίπτωση που η καταγγελία εξετάστηκε σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και η τελική γραπτή απόφαση εκδίδεται προς όφελος του καταναλωτή και εναντίον του πιστωτή ή/και μεσίτη πιστώσεων, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2) και εφόσον τα μέρη έχουν αποδεχθεί τη δεσμευτικότητα της απόφασης, ο Επίτροπος στην απόφασή του -

(α) Καθορίζει την καταβλητέα χρηματική αποζημίωση από τον πιστωτή ή/και τον μεσίτη πιστώσεων προς τον καταναλωτή την οποία θεωρεί δίκαιη για την πραγματική χρηματική ζημιά που υπέστη ο καταναλωτής· και

(β) δύναται -

(i) να απευθύνει σύσταση προς τον πιστωτή ή/και τον μεσίτη πιστώσεων όπως λάβει τα κατά την κρίση του δίκαια και κατάλληλα μέτρα για την άρση του προβλήματος ή της διαφοράς και για την αποφυγή δημιουργίας παρόμοιας διαφοράς στο μέλλον∙

(ii) να επιβάλει στον πιστωτή ή/και στον μεσίτη πιστώσεων όπως καταβάλει προς το Φορέα το κόστος, το οποίο δεν υπερβαίνει τα τριακόσια ευρώ (€300), για τις υπηρεσίες που δυνατό να έχουν παρασχεθεί στο Φορέα από εμπειρογνώμονα κατά την εξέταση της καταγγελίας.

(6) Η τελική γραπτή απόφαση του Επιτρόπου γνωστοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (ε) του άρθρου 9 του περί της Εναλλακτικής Επίλυσης Καταναλωτικών Διαφορών Νόμου.