Διάταγμα αναστολής παράνομης δραστηριότητας

34.-(1) Κατόπιν μονομερούς (ex parte) αίτησης που υποβάλλεται από το Συμβούλιο σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την καταχώριση κατηγορητηρίου σε Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένου του άρθρου 38, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα απαγόρευσης διενέργειας κτηματομεσιτείας από οποιοδήποτε κατηγορούμενο, ως επίσης και διάταγμα αναστολής της λειτουργίας οποιουδήποτε γραφείου ή υποστατικού που συνδέεται με το εκδικαζόμενο αδίκημα, αφού ικανοποιηθεί ότι-

(α) το κατηγορητήριο περιέχει αναφορά σε αδικήματα του παρόντος Νόμου. και

(β) υπάρχει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία που να συνδέει συγκεκριμένο γραφείο ή υποστατικό με το εκδικαζόμενο αδίκημα:

Νοείται ότι ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών ή άλλης πρακτικής, για την έκδοση των αναφερόμενων διαταγμάτων δεν απαιτείται η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης ή η συνδρομή επειγουσών περιστάσεων:

Νοείται περαιτέρω ότι σε ότι αφορά τον τύπο (form) της αίτησης, ακολουθούνται οι διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν ενδιάμεσες μονομερείς (ex parte) αιτήσεις.

(2) Επιπρόσθετα με την επιβολή της ποινής και αφού λάβει υπόψη του κατά πόσο υπάρχει εύλογος κίνδυνος τέλεσης νέου αδικήματος στο μέλλον, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου καταδικάζεται πρόσωπο για το αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο μπορεί να διατάξει το καταδικαζόμενο πρόσωπο-

(α) να διακόψει ή αναστείλει οποιεσδήποτε ενέργειες ή πρακτικές που σχετίζονται με το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί.

(β) να κλείσει και διατηρήσει κλειστό οποιοδήποτε γραφείο ή υποστατικό σε σχέση με το οποίο έχει διαπραχθεί το ποινικό αδίκημα για το οποίο έχει καταδικαστεί,

αμέσως ή εντός τέτοιας προθεσμίας και κάτω από τέτοιους όρους όπως το δικαστήριο ήθελε κρίνει σκόπιμο ή αναγκαίο να καθορίσει στο διάταγμα, με σκοπό την αποτελεσματικότερη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων κανονισμών.

(3) Πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί διάταγμα δυνάμει του παρόντος άρθρου και το οποίο παραλείπει ή αμελεί να συμμορφωθεί με τέτοιο διάταγμα μέσα στη χρονική περίοδο που τυχόν καθορίζεται σ’ αυτό, είναι ένοχο ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα δύο έτη.