Ύψος εισφορών για προαιρετικά ασφαλισμένους

15.-(1) To ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο, δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 14, είναι ίσο με ποσοστό επί των ασφαλιστέων αποδοχών του -

(α) 15,5%, από το οποίο 12% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από τις 6 Οκτωβρίου 1980,

(β) 13,5% από το οποίο 10% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 1993,

(γ) 14,8% από το οποίο 11% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 3,8% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του μήνα εισφορών Απριλίου του 2009,

(δ) 17,1% από το οποίο 13% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 4,1% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2014,

(ε) 18,4% από το οποίο 14% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 4,4% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2019,

(στ) 20% από το οποίο 15,2% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 4,8% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2024,

(ζ) 21,6% από το οποίο 16,4% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 5,2% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2029,

(η) 23,3% από το οποίο 17,8% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 5,5% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2034,

(θ) 24,6% από το οποίο 18,8% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 5,8% από το Πάγιο Ταμείο, από την ημέρα που συμπίπτει με την πρώτη Δευτέρα του έτους εισφορών 2039:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η αναλογιστική μελέτη που θα διενεργηθεί πριν από την επιβολή των προβλεπόμενων στις  παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίων αυξήσεων επί των ασφαλιστέων αποδοχών, καταδείξει ότι, με ή χωρίς τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων, δεν είναι αναγκαία η επιβολή των πιο πάνω αυξήσεων ή είναι αναγκαία η επιβολή μικρότερων αυξήσεων, θα επιβάλλονται τα υποδεικνυόμενα από την υπό αναφορά αναλογιστική μελέτη, ποσοστά επί των ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίες αυξήσεις, δεν δύναται να είναι ύψους χαμηλότερου του ύψους των ισχυόντων κατά τον αμέσως προ της έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019, ποσοστών ασφαλιστέων αποδοχών.

(2) Το ποσό των εισφορών που καταβάλλονται για κάθε περίοδο εισφοράς αναφορικά με ασφαλισμένο, δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 14, είναι ίσο με ποσοστό επί των ασφαλιστέων αποδοχών του-

(α) 15,5%, από το οποίο 12% καταβάλλεται από τον ίδιο και 3,5% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από τις 6 Οκτωβρίου1980,

(β) 16,6%, από το οποίο 12,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 1993,

(γ) 17,9%, από το οποίο 13,6% καταβάλλεται από τον ίδιο και 4,3% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το μήνα εισφορών Απρίλιο 2009,

(δ) 20,2% από το οποίο 15,6% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 4,6% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2014,

(ε) 21,5% από το οποίο 16,6% καταβάλλεται από τον ίδιο τον ασφαλισμένο και 4,9% από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2019,

(στ) 23,1% από το οποίο 17,8% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 5,3% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2024,

(ζ) 24,7% από το οποίο 19% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 5,7% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2029,

(η) 26,4% από το οποίο 20,4% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 6% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2034,

(θ) 27,7% από το οποίο 21,4% καταβάλλεται από τον ασφαλισμένο και 6,3% από το Πάγιο Ταμείο, από το έτος εισφορών που αρχίζει κατά ή μετά την 1η Ιανουαρίου 2039:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η αναλογιστική μελέτη που θα διενεργηθεί πριν από την επιβολή των προβλεπόμενων στις  παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ), ποσοστιαίων αυξήσεων επί των ασφαλιστέων αποδοχών, καταδείξει ότι, με ή χωρίς τη λήψη οποιωνδήποτε μέτρων, δεν είναι αναγκαία η επιβολή των πιο πάνω αυξήσεων ή είναι αναγκαία η επιβολή μικρότερων αυξήσεων, θα επιβάλλονται τα υποδεικνυόμενα από την υπό αναφορά αναλογιστική μελέτη, ποσοστά επί των ασφαλιστέων αποδοχών:

Νοείται περαιτέρω ότι, οι προβλεπόμενες στις παραγράφους (στ), (ζ), (η) και (θ) ποσοστιαίες αυξήσεις, δεν δύναται να είναι ύψους χαμηλότερου του ύψους των καταβλητέων κατά τον αμέσως προ της έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2019, ποσοστών επί των ασφαλιστέων εισφορών.

(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), το ποσό των ασφαλιστέων αποδοχών επιλέγεται από τον ασφαλισμένο, δεν δύναται όμως να είναι ψηλότερο της εβδομαδιαίας αξίας των ασφαλιστικών μονάδων που έχει σε πίστη του κατά το τελευταίο συμπληρωμένο έτος εισφορών πριν από την ημερομηνία έναρξης της προαιρετικής ασφάλισης ή του ενός τρίτου της εβδομαδιαίας αξίας των σε πίστη του ασφαλιστικών μονάδων κατά τα τελευταία τρία (3) συμπληρωμένα έτη εισφορών, πριν από την έναρξη της προαιρετικής ασφάλισης:

Νοείται ότι, εάν το ως ανωτέρω υπολογιζόμενο ποσό είναι χαμηλότερο του ποσού των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών που ορίστηκε για το έτος εισφορών για το οποίο καταβάλλονται εισφορές, ο ασφαλισμένος δικαιούται να επιλέξει να καταβάλλει εισφορά με βάση το εν λόγω ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών.

(4) Πρόσωπο που έχει ασφαλιστεί προαιρετικά δυνάμει της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 14, δύναται να επιλέξει να καταβάλλει εισφορές, είτε με βάση το ποσό ασφαλιστέων αποδοχών που αναφέρεται στο εδάφιο (3), είτε με βάση το ποσό αποδοχών του, όπως αυτό ορίζεται στη σχετική σύμβαση εργασίας, μέχρις όμως το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών.

(5) Όταν πρόσωπο, που έχει ασφαλιστεί προαιρετικά, ασκεί ταυτόχρονα ασφαλιστέα απασχόληση αναφορικά με την οποία υπάρχει υποχρέωση για καταβολή εισφορών δυνάμει του άρθρου 4 ή του άρθρου 11, δικαιούται να καταβάλλει και εισφορά δυνάμει του παρόντος άρθρου πάνω σε ποσό ασφαλιστέων αποδοχών, το οποίο, προστιθέμενο στις ασφαλιστέες αποδοχές από την απασχόληση του εν λόγω προσώπου, δεν υπερβαίνει το ποσό ασφαλιστέων αποδοχών που υπολογίστηκε στην περίπτωσή του σύμφωνα με το εδάφιο (3).