Επιτροπή Ελέγχου οντότητας δημοσίου συμφέροντος

46.-(1) Κάθε οντότητα δημοσίου συμφέροντος συστήνει Επιτροπή Ελέγχου.

(2)(α) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) Επιτροπή Ελέγχου αποτελείται από τουλάχιστο δύο μη εκτελεστικά μέλη του διοικητικού οργάνου της ελεγχόμενης οντότητας, με όρους εντολής οι οποίοι καθορίζουν σαφώς τις εξουσίες και τα καθήκοντά της, περιλαμβανομένων τουλάχιστο των εξουσιών και καθηκόντων που αναφέρονται στο εδάφιο (4).

(β) Σχετικά με μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, επιτρέπεται η εκτέλεση των καθηκόντων της Επιτροπής Ελέγχου από το διοικητικό όργανο ως σύνολο, νοουμένου ότι, όταν ο πρόεδρος του οργάνου αυτού είναι εκτελεστικό μέλος, αυτός δεν προΐσταται της Επιτροπής Ελέγχου.

(3) Ένα τουλάχιστο μέλος της Επιτροπής Ελέγχου είναι ανεξάρτητο και έχει επάρκεια γνώσεων σε λογιστικά ή ελεγκτικά θέματα:

(4) Άνευ επηρεασμού της ευθύνης των μελών του διοικητικού, διαχειριστικού ή εποπτικού συμβουλίου ή άλλων μελών που έχουν διοριστεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων της ελεγχόμενης οντότητας, η Επιτροπή Ελέγχου οφείλει, μεταξύ άλλων:

(α) να παρακολουθεί τη διαδικασία χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.

(β) να παρακολουθεί την αποτελεσματικότητα των συστημάτων εσωτερικού ελέγχου και, όπου αυτό εφαρμόζεται, των συστημάτων διαχείρισης κινδύνων.

(γ) να επιβλέπει τον υποχρεωτικό έλεγχο των ετήσιων και των ενοποιημένων λογαριασμών.

(δ) να ελέγχει και να παρακολουθεί την ανεξαρτησία του νόμιμου ελεγκτή ή του νόμιμου ελεγκτικού γραφείου, και ειδικότερα την παροχή συμπληρωματικών υπηρεσιών στην ελεγχόμενη οντότητα.

(5) Η πρόταση της διοικούσας επιτροπής ή του εποπτικού συμβουλίου οντότητας δημοσίου συμφέροντος για το διορισμό νόμιμου ελεγκτή ή νόμιμου ελεγκτικού γραφείου πρέπει να βασίζεται σε σύσταση που γίνεται από την Επιτροπή Ελέγχου.

(6) Ο νόμιμος ελεγκτής ή το νόμιμο ελεγκτικό γραφείο υποβάλλουν έκθεση στην Επιτροπή Ελέγχου σχετικά με βασικά ζητήματα, τα οποία ανακύπτουν κατά τον υποχρεωτικό έλεγχο και ειδικότερα σχετικά με κάθε ουσιαστική αδυναμία του εσωτερικού ελέγχου σχετιζόμενη με τη διαδικασία χρηματοοικονομικής πληροφόρησης.

(7) Οι αρμόδιες αρχές όπως αναφέρονται στο άρθρο 45 δύνανται, με απόφασή τους, να επιτρέψουν τη μη εφαρμογή των εδαφίων (1) έως (6), αμφοτέρων περιλαμβανομένων, για οποιαδήποτε οντότητα δημοσίου συμφέροντος που έχει όργανο ισοδύναμο με την Επιτροπή Ελέγχου, το οποίο έχει συσταθεί και λειτουργεί σύμφωνα με άλλο νόμο. Σε τέτοια περίπτωση, η οντότητα αποκαλύπτει ποιο όργανο εκτελεί αυτές τις λειτουργίες και ποια είναι η σύνθεσή του.

(8) Οι αρμόδιες αρχές όπως αναφέρονται στο άρθρο 45 δύνανται να εξαιρούν από την υποχρέωση σύστασης Επιτροπής Ελέγχου:

(α) οποιαδήποτε οντότητα δημοσίου συμφέροντος η οποία είναι θυγατρική επιχείρηση, αν η οντότητα αυτή πληροί τις προϋποθέσεις των εδαφίων (1) έως (6), αμφοτέρων περιλαμβανομένων, σε επίπεδο συγκροτήματος.

(β) οντότητα δημοσίου συμφέροντος η οποία είναι οργανισμός συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες.

(γ) οντότητα δημοσίου συμφέροντος, αποκλειστικός σκοπός της οποίας είναι οι συλλογικές επενδύσεις κεφαλαίων που προέρχονται από το δημόσιο, η οποία λειτουργεί με βάση την αρχή του καταμερισμού του κινδύνου και δεν επιδιώκει να αποκτήσει νομικό ή διαχειριστικό έλεγχο οποιουδήποτε από τους εκδότες των σχετικών επενδύσεών της, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω οντότητα έχει εξουσιοδοτηθεί και υπόκειται στην εποπτεία της αρμόδιας αρχής και διαθέτει θεματοφύλακα που ασκεί λειτουργίες ισοδύναμες με αυτές που καθορίζει το Κεφάλαιο VΙΙΙ του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων σε Κινητές Αξίες (ΟΣΕΚΑ) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμου.

(δ) οντότητα δημοσίου συμφέροντος, αποκλειστικό αντικείμενο της οποίας είναι να ενεργεί ως εκδότης τίτλων εξασφαλισμένων με περιουσιακά στοιχεία. Στις περιπτώσεις αυτές, ο Υπουργός απαιτεί από την οντότητα να εξηγήσει στο κοινό τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι δεν είναι σκόπιμο η εν λόγω οντότητα να διαθέτει Επιτροπή Ελέγχου ή διοικητικό ή εποπτικό όργανο επιφορτισμένο με τις λειτουργίες Επιτροπής Ελέγχου.

(ε) πιστωτικό ίδρυμα του οποίου οι μετοχές δεν έχουν εισαχθεί για διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά οποιουδήποτε κράτους μέλους και το οποίο συστηματικά και κατ΄ επανάληψη, εκδίδει μόνο χρεόγραφα, όταν το συνολικό ονομαστικό ποσό όλων αυτών των χρεογράφων δεν υπερβαίνει τα εκατόν εκατομμύρια ευρώ (€100.000.000) και δεν έχει δημοσιεύσει ενημερωτικά δελτία βάσει της Οδηγίας 2003/71/ΕΚ.