Ενέργειες της Αστυνομίας σε σχέση με πειθαρχικά αδικήματα

17.(1) Η Αστυνομία προχωρεί άμεσα σε άσκηση πειθαρχικής δίωξης χωρίς διεξαγωγή άλλης πειθαρχικής φύσεως έρευνας που δυνατόν να προβλέπεται στον εκάστοτε σε ισχύ περί Αστυνομίας Νόμο ή πειθαρχικούς κανονισμούς για την Αστυνομία, σε κάθε περίπτωση που η Αρχή διαβιβάζει στον Αρχηγό Αστυνομίας, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 16, το υλικό και τα έγγραφα ανάκρισης από τα οποία προκύπτει, κατόπιν μελέτης τους από την Αρχή, ότι έγινε πράξη η οποία συνιστά πειθαρχικό αδίκημα από μέλος της Αστυνομίας του οποίου έχει εξακριβωθεί η ταυτότητα:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η πιο πάνω πράξη  συνιστά πειθαρχικό αδίκημα και δυνατόν να συνιστά επίσης ποινικό αδίκημα και κατά συνέπεια το υλικό, τα έγγραφα και η έκθεση της ανάκρισης διαβιβάζονται, κατά τα διαλαμβανόμενα στην υποπαράγραφο (iii) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 16, τόσο στον Αρχηγό Αστυνομίας όσο και στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δεν ασκείται πειθαρχική δίωξη προτού ληφθεί απόφαση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στο θέμα άσκησης ποινικής δίωξης. Σε περίπτωση δε που ασκείται ποινική δίωξη, δεν επιτρέπεται να ασκηθεί πειθαρχική δίωξη, μέχρις ότου η ποινική δίωξη πάρει οριστικό τέλος, και, αν το μέλος της Αστυνομίας δε βρεθεί ένοχο στην ποινική δίωξη, δε διώκεται πειθαρχικά σε σχέση με την ίδια πράξη ως πειθαρχικό αδίκημα.

(2) Η Αστυνομία λαμβάνει άμεσα απόφαση για μη άσκηση πειθαρχικής δίωξης, χωρίς τη διεξαγωγή άλλης, πειθαρχικής φύσεως έρευνας που δυνατόν να προβλέπεται στους εκάστοτε σε ισχύ περί Αστυνομίας Νόμους ή πειθαρχικούς κανονισμούς για την Αστυνομία, σε κάθε περίπτωση που η Αρχή διαβιβάζει στον Αρχηγό Αστυνομίας, σύμφωνα με την υποπαράγραφο (iν) της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 16, το υλικό και τα έγγραφα της ανάκρισης από τα οποία προκύπτει, κατόπιν μελέτης τους από την Αρχή, ότι η σχετική πράξη  που έγινε από μέλος της Αστυνομίας δε συνιστά πειθαρχικό αδίκημα.