Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«ανάδοχος σύμβασης παραχώρησης δημόσιου έργου» σημαίνει το πρόσωπο το οποίο συνήψε σύμβαση παραχώρησης δημόσιου έργου με μια αναθέτουσα αρχή·

«αναθέτουσες αρχές» σημαίνει το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης, τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου και τις ενώσεις μίας ή περισσοτέρων από αυτές τις αρχές ή ενός ή περισσοτέρων από αυτούς τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου·

«ανοικτή διαδικασία» σημαίνει τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας κάθε ενδιαφερόμενος οικονομικός φορέας δύναται να υποβάλει προσφορά·

«ανταγωνιστικός διάλογος» σημαίνει τη διαδικασία στην οποία κάθε οικονομικός φορέας δύναται να ζητήσει να συμμετάσχει και στην οποία η αναθέτουσα αρχή διεξάγει διάλογο με τους υποψηφίους που έχουν γίνει δεκτοί στη διαδικασία αυτή, προκειμένου να βρεθούν μία ή περισσότερες λύσεις που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες της και βάσει της οποίας ή των οποίων οι υποψήφιοι που επελέγησαν καλούνται να υποβάλουν προσφορά·

«Αρμόδια Αρχή Δημόσιων Συμβάσεων» σημαίνει το Γενικό Λογιστήριο της Δημοκρατίας·

«βασικές απαιτήσεις» σημαίνει τις απαιτήσεις σχετικά με την ασφάλεια, την υγεία και ορισμένους άλλους τομείς γενικού συμφέροντος, στις οποίες πρέπει να ανταποκρίνονται τα έργα·

«γραπτώς» σημαίνει κάθε σύνολο λέξεων ή αριθμών, το οποίο δύναται να διαβάζεται, να αναπαράγεται και στη συνέχεια να γνωστοποιείται. Το σύνολο αυτό δύναται να περιλαμβάνει πληροφορίες που διαβιβάζονται και αποθηκεύονται με ηλεκτρονικά μέσα·

«δημόσιες συμβάσεις» σημαίνει συμβάσεις εξ επαχθούς αιτίας, οι οποίες συνάπτονται γραπτώς μεταξύ ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων και μιας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών και έχουν ως αντικείμενο την εκτέλεση έργων, την προμήθεια προϊόντων ή την παροχή υπηρεσιών κατά την έννοια του παρόντος Νόμου·

«δημόσιες συμβάσεις έργων» σημαίνει τις δημόσιες συμβάσεις που έχουν ως αντικείμενο είτε την εκτέλεση, είτε ταυτόχρονα τη μελέτη και την εκτέλεση εργασιών που αφορούν μία από τις δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα I ή ενός έργου, είτε ακόμη την πραγματοποίηση, με οποιαδήποτε μέσα, ενός έργου το οποίο ανταποκρίνεται στις επακριβώς οριζόμενες από την αναθέτουσα αρχή ανάγκες·

«δημόσιες συμβάσεις προμηθειών» σημαίνει τις δημόσιες συμβάσεις άλλες από αυτές που αναφέρονται στην ερμηνεία του όρου «δημόσιες συμβάσεις έργων», οι οποίες έχουν ως αντικείμενο την αγορά, τη χρηματοδοτική μίσθωση, τη μίσθωση ή τη μίσθωση - πώληση (hire purchase), με ή χωρίς δικαίωμα αγοράς, προϊόντων:

Νοείται ότι, δημόσια σύμβαση, η οποία έχει ως αντικείμενο την προμήθεια προϊόντων και περιλαμβάνει, παρεμπιπτόντως, εργασίες τοποθέτησης και εγκατάστασης, θεωρείται ως δημόσια σύμβαση προμηθειών·

«δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών» σημαίνει τις δημόσιες συμβάσεις, πλην των δημόσιων συμβάσεων έργων και των δημόσιων συμβάσεων προμηθειών, που έχουν ως αντικείμενο την παροχή των υπηρεσιών που αναφέρονται στο Παράρτημα II:

Νοείται ότι, ως δημόσια σύμβαση υπηρεσιών θεωρείται επίσης δημόσια σύμβαση, η οποία έχει ως αντικείμενο -

(α) ταυτόχρονα προμήθειες και υπηρεσίες που αναφέρονται στο Παράρτημα 11, εφόσον η αξία των συγκεκριμένων υπηρεσιών υπερβαίνει την αξία των προμηθειών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση·

(β) υπηρεσίες που αναφέρονται στο Παράρτημα II και περιλαμβάνει δραστηριότητες που αναφέρονται στο Παράρτημα I, αλλά μόνο παρεμπιπτόντως σε σχέση με το κύριο αντικείμενο της σύμβασης·

«δημόσιες τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες» σημαίνει τις τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες την παροχή των οποίων έχει αναθέσει ειδικά η Δημοκρατία, ιδίως σε έναν ή περισσότερους τηλεπικοινωνιακούς φορείς·

«δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο» σημαίνει τη δημόσια τηλεπικοινωνιακή υποδομή, μέσω της οποίας γίνεται η μεταφορά σημάτων μεταξύ συγκεκριμένων τερματικών σημείων του δικτύου, με ενσύρματη μετάδοση, με δέσμες ερτζιανών κυμάτων, με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα·

«διαγωνισμός μελετών» σημαίνει τη διαδικασία που επιτρέπει στις αναθέτουσες αρχές να αποκτήσουν, κυρίως στους τομείς της χωροταξίας, της πολεοδομίας, της αρχιτεκτονικής, των έργων πολιτικού μηχανικού ή της επεξεργασίας δεδομένων, μια μελέτη ή ένα σχέδιο που επιλέγεται από κριτική επιτροπή έπειτα από διαγωνισμό, με ή χωρίς την απονομή βραβείων·

«διαδικασία με διαπραγμάτευση» σημαίνει τη διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας οι αναθέτουσες αρχές διαβουλεύονται με τους οικονομικούς φορείς της επιλογής τους και διαπραγματεύονται τους όρους της σύμβασης με έναν ή περισσότερους από αυτούς·

«δυναμικό σύστημα αγορών» σημαίνει μια καθ' ολοκληρίαν ηλεκτρονική διαδικασία για αγορές τρέχουσας χρήσης, των οποίων τα γενικά διαθέσιμα στην αγορά χαρακτηριστικά ικανοποιούν τις ανάγκες της αναθέτουσας αρχής. Η διαδικασία είναι περιορισμένη χρονικά και ανοικτή σε όλη τη διάρκειά της σε κάθε οικονομικό φορέα που πληροί τα κριτήρια επιλογής και έχει υποβάλει ενδεικτική προσφορά σύμφωνη προς τα έγγραφα του διαγωνισμού·

«Επιτροπή» σημαίνει την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων·

«έργο» σημαίνει το αποτέλεσμα ενός συνόλου οικοδομικών εργασιών ή εργασιών πολιτικού μηχανικού που προορίζεται να πληροί αυτό καθαυτό μια οικονομική ή τεχνική λειτουργία·

«εργολήπτης» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φορέα του δημοσίου ή κοινοπραξία αυτών των προσώπων ή/και οργανισμών, που προσφέρει την εκτέλεση εργασιών ή/και έργων·

«ευρωπαϊκή τεχνική έγκριση» σημαίνει την ευνοϊκή τεχνική εκτίμηση της καταλληλότητας ενός προϊόντος για συγκεκριμένη χρήση, με γνώμονα την ικανοποίηση των βασικών απαιτήσεων κατασκευής, με βάση τα εγγενή χαρακτηριστικά του προϊόντος και τους όρους εφαρμογής και χρήσης που έχουν τεθεί και χορηγείται από οργανισμό που είναι εξουσιοδοτημένος για τον σκοπό αυτό από το έκαστο κράτος μέλος·

«ηλεκτρονικό μέσο» σημαίνει ένα μέσο που χρησιμοποιεί ηλεκτρονικό εξοπλισμό επεξεργασίας (συμπεριλαμβανομένης της ψηφιακής συμπίεσης) και αποθήκευσης δεδομένων, τα οποία εκπέμπονται, διακινούνται και παραλαμβάνονται με ενσύρματη μετάδοση, με ραδιοκύματα, με οπτικά μέσα ή με άλλα ηλεκτρομαγνητικά μέσα·

«ηλεκτρονικός πλειστηριασμός» σημαίνει μια επαναληπτική διαδικασία που βασίζεται σε έναν ηλεκτρονικό μηχανισμό παρουσίασης νέων, μειωμένων τιμών ή/και αξιών όσον αφορά ορισμένα στοιχεία των προσφορών, η οποία διεξάγεται έπειτα από προκαταρκτική πλήρη αξιολόγηση των προσφορών, επιτρέποντας την ταξινόμησή τους στη βάση αυτόματων μεθόδων αξιολόγησης:

Νοείται ότι, ορισμένες συμβάσεις υπηρεσιών ή έργων που έχουν ως αντικείμενο υπηρεσίες πνευματικού δημιουργού, όπως ο σχεδιασμός έργων, δε δύνανται να αποτελούν αντικείμενο ηλεκτρονικών πλειστηριασμών·

«ημέρα», τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 45, σημαίνει ημερολογιακή ημέρα, εκτός εάν άλλως καθορίζεται στα έγγραφα του διαγωνισμού·

«Κανονισμός (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΟΚ, Ευρατόμ) αριθ. 1182/71 του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 1971 περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες·

«κεντρική αρχή αγορών» σημαίνει μια αναθέτουσα αρχή, η οποία-

(α) Αποκτά προϊόντα ή/και υπηρεσίες που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές, ή

(β) αναθέτει δημόσιες συμβάσεις ή συνάπτει συμφωνίες-πλαίσιο για έργα, προμήθειες ή υπηρεσίες που προορίζονται για αναθέτουσες αρχές·

«κεντρική ταξινόμηση προϊόντων» ή «ονοματολογία CPC (Central Product Classification)» σημαίνει τη Διεθνή Ταξινόμηση Προϊόντων των Ηνωμένων Εθνών·

«κλειστή διαδικασία» σημαίνει τη διαδικασία στην οποία κάθε οικονομικός φορέας δύναται να ζητήσει να συμμετάσχει, αλλά στο πλαίσιο της οποίας μόνο οι οικονομικοί φορείς που έχουν προσκληθεί από την αναθέτουσα αρχή δύνανται να υποβάλουν προσφορά-

«κοινή τεχνική προδιαγραφή» σημαίνει την τεχνική προδιαγραφή που έχει εκπονηθεί σύμφωνα με διαδικασία αναγνωρισμένη από τα κράτη μέλη για σκοπούς ομοιόμορφης εφαρμογής της και έχει δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

«κοινό λεξιλόγιο για τις δημόσιες συμβάσεις» ή «ονοματολογία CPV (Common Procurement Vocabulary)» σημαίνει την ονοματολογία αναφοράς που εφαρμόζεται στις δημόσιες συμβάσεις, η οποία υιοθετήθηκε με την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Κανονισμός 2195/2002/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου του 2002, περί του κοινού λεξιλογίου για τις δημόσιες συμβάσεις (CPV)», όπως έχει τροποποιηθεί τελευταία με τον Κανονισμό 2151/2003 της Επιτροπής, της 16ης Δεκεμβρίου 2003, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2195/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου περί κοινού λεξιλογίου για τις δημόσιες συμβάσεις (CPV), εξασφαλίζοντας την αντιστοιχία με τις άλλες υπάρχουσες ονοματολογίες:

Νοείται ότι, σε περίπτωση διισταμένων ερμηνειών ως προς το πεδίο εφαρμογής του Μέρους II του παρόντος Νόμου, λόγω ενδεχόμενων διαφορών μεταξύ της ονοματολογίας CPV και της ονοματολογίας NACE που χρησιμοποιείται στο Παράρτημα I, ή μεταξύ της ονοματολογίας CPV και της ονοματολογίας CPC (προσωρινή μορφή) που χρησιμοποιείται στο Παράρτημα II, υπερισχύει αντίστοιχα η ονοματολογία NACE ή η ονοματολογία CPC·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«οικονομικό έτος» σημαίνει την περίοδο των 12 μηνών για την οποία η αναθέτουσα αρχή ετοιμάζει τους ετήσιους λογαριασμούς της·

«οικονομικός φορέας» σημαίνει τον προμηθευτή ή/και τον εργολήπτη ή/και τον παρέχοντα υπηρεσίες·

«ονοματολογία ΝACΕ (Nomenclature statistique des Activites economiques dans la Communaute Europeenne)» σημαίνει τη στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα που θεσπίστηκε με τον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 3037/90 του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1990, για τη στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 29/2002 της Επιτροπής, της 19ης Δεκεμβρίου 2001, για την τροποποίηση του Κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 3037/90 του Συμβουλίου, της 9ης Οκτωβρίου 1990, για τη στατιστική ονοματολογία των οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα·

«οργανισμός δημοσίου δικαίου» σημαίνει κάθε οργανισμό-

(α) Ο οποίος έχει συσταθεί με συγκεκριμένο σκοπό την κάλυψη αναγκών γενικού συμφέροντος που δεν εμπίπτουν στο βιομηχανικό ή εμπορικό τομέα,

(β) ο οποίος έχει νομική προσωπικότητα, και

(γ) η δραστηριότητα του οποίου χρηματοδοτείται κατά το μεγαλύτερο μέρος από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου ή η διαχείριση του οποίου υπόκειται σε έλεγχο ασκούμενο από το κράτος ή τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή τους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ή του οποίου περισσότερο από το ήμισυ των μελών του διοικητικού, διευθυντικού ή εποπτικού συμβουλίου του, διορίζεται από το κράτος, τις αρχές τοπικής αυτοδιοίκησης ή από άλλους οργανισμούς δημοσίου δικαίου, ενδεικτικός κατάλογος των οργανισμών και των κατηγοριών οργανισμών δημοσίου δικαίου που πληρούν τα ως άνω κριτήρια παρατίθεται στο Παράρτημα III. Η Αρμόδια Αρχή Δημόσιων Συμβάσεων κοινοποιεί περιοδικά στην Επιτροπή τις οποιεσδήποτε μεταβολές που επήλθαν στον κατάλογο αυτό·

«παρέχων υπηρεσίες» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φορέα του δημοσίου ή κοινοπραξία αυτών των προσώπων ή/και οργανισμών, που προσφέρει την παροχή υπηρεσιών στην αγορά·

«προμηθευτής» σημαίνει κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή φορέα του δημοσίου ή κοινοπραξία αυτών των προσώπων ή/και οργανισμών, που προσφέρει την προμήθεια προϊόντων·

«προσφέρων» σημαίνει τον οικονομικό φορέα που έχει υποβάλει προσφορά·

«πρότυπο» σημαίνει την τεχνική προδιαγραφή που έχει εγκριθεί από αναγνωρισμένο οργανισμό με δραστηριότητα τυποποίησης, για επαναλαμβανόμενη ή διαρκή εφαρμογή, της οποίας όμως η τήρηση δεν είναι υποχρεωτική και εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες κατηγορίες:

(α) Διεθνές πρότυπο, που σημαίνει πρότυπο εγκεκριμένο από διεθνή οργανισμό τυποποίησης που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού·

(β) ευρωπαϊκό πρότυπο, που σημαίνει πρότυπο εγκεκριμένο από ευρωπαϊκό οργανισμό τυποποίησης που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού·

(γ) εθνικό πρότυπο, που σημαίνει πρότυπο εγκεκριμένο από εθνικό οργανισμό τυποποίησης που έχει τεθεί στη διάθεση του κοινού·

«σύμβαση παραχώρησης δημοσίων έργων» σημαίνει σύμβαση η οποία παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με μια δημόσια σύμβαση έργων, εκτός από το γεγονός ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης του έργου είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής·

«σύμβαση παραχώρησης υπηρεσιών» σημαίνει σύμβαση η οποία παρουσιάζει τα ίδια χαρακτηριστικά με μια δημόσια σύμβαση υπηρεσιών, εκτός από το γεγονός ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίσταται είτε αποκλειστικά στο δικαίωμα εκμετάλλευσης της υπηρεσίας είτε στο δικαίωμα αυτό σε συνδυασμό με καταβολή αμοιβής·

«Συμφωνία» σημαίνει τη Συμφωνία περί Δημόσιων Συμβάσεων, η οποία συνήφθη στο πλαίσιο των πολυμερών διαπραγματεύσεων του Γύρου της Ουρουγουάης (1986 έως 1994) και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ)·

«συμφωνία-πλαίσιο» σημαίνει συμφωνία που συνάπτεται μεταξύ μιας ή περισσοτέρων αναθετουσών αρχών και ενός ή περισσοτέρων οικονομικών φορέων, η οποία αποσκοπεί στον καθορισμό των όρων που διέπουν τις συμβάσεις που πρόκειται να συναφθούν κατά τη διάρκεια συγκεκριμένης περιόδου, ιδίως όσον αφορά τις τιμές και, ενδεχομένως, τις προβλεπόμενες ποσότητες·

«Συνθήκη» σημαίνει τη Συνθήκη περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·

«τερματικό σημείο του δικτύου» σημαίνει το σύνολο των φυσικών συνδέσεων και των τεχνικών προδιαγραφών πρόσβασης που απαρτίζουν το δημόσιο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο και οι οποίες είναι απαραίτητες για την πρόσβαση σε αυτό και τη, μέσω αυτού, αποτελεσματική επικοινωνία·

«τεχνικές προδιαγραφές» σημαίνει-

(α) Για τις δημόσιες συμβάσεις έργων, όλες τις τεχνικές απαιτήσεις που περιέχονται ιδίως στα έγγραφα του διαγωνισμού και καθορίζουν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά, ενός υλικού, ενός προϊόντος ή μιας προμήθειας ειδών και οι οποίες επιτρέπουν τον αντικειμενικό προσδιορισμό αυτών, έτσι ώστε να ανταποκρίνονται στη χρήση για την οποία προορίζονται από την αναθέτουσα αρχή. Τα χαρακτηριστικά αυτά περιλαμβάνουν τα επίπεδα της περιβαλλοντικής επίδοσης, τον σχεδιασμό για όλες τις χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης για τα άτομα με ειδικές ανάγκες, την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, την καταλληλότητα, την ασφάλεια ή τις διαστάσεις, συμπεριλαμβανομένων των διαδικασιών σχετικά με τη διασφάλιση της ποιότητας, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και τις μεθόδους δοκιμών, τη συσκευασία, τη σήμανση και την επίθεση ετικετών, καθώς και τις διαδικασίες και τις μεθόδους παραγωγής. Περιλαμβάνουν, επίσης, τους κανόνες σχεδιασμού και υπολογισμού των έργων, καθώς και τις κατασκευαστικές τεχνικές ή μεθόδους και κάθε άλλο όρο τεχνικού χαρακτήρα που η αναθέτουσα αρχή είναι σε θέση να καθορίσει, μέσω γενικών ή ειδικών κανονιστικών διατάξεων, σχετικά με τα ολοκληρωμένα έργα, καθώς και με τα υλικά ή τα στοιχεία που αποτελούν τα έργα αυτά·

(β) για τις δημόσιες συμβάσεις προμηθειών ή τις δημόσιες συμβάσεις υπηρεσιών, τις προδιαγραφές που περιέχονται ιδίως στα έγγραφα του διαγωνισμού και δύνανται να προσδιορίζουν τα απαιτούμενα χαρακτηριστικά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας, όπως τα επίπεδα ποιότητας, τα επίπεδα της περιβαλλοντικής επίδοσης, το σχεδιασμό για όλες τις χρήσεις, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας πρόσβασης για άτομα με ειδικές ανάγκες, και την αξιολόγηση της συμμόρφωσης, της καταλληλότητας, της χρήσης του προϊόντος, της ασφάλειας ή των διαστάσεών του, συμπεριλαμβανομένων των απαιτήσεων που ισχύουν για το προϊόν όσον αφορά την ονομασία πώλησης, την ορολογία, τα σύμβολα, τις δοκιμές και τις μεθόδους δοκιμών, τη συσκευασία, τη σήμανση και την τοποθέτηση ετικετών, τις οδηγίες για τους χρήστες, τις διαδικασίες και μεθόδους παραγωγής, καθώς και τις διαδικασίες αξιολόγησης της συμμόρφωσης·

«τεχνικό πλαίσιο αναφοράς» σημαίνει κάθε προϊόν το οποίο εκπονείται από τους ευρωπαϊκούς οργανισμούς τυποποίησης, εκτός των επίσημων προτύπων, σύμφωνα με διαδικασίες προσαρμοσμένες στην εξέλιξη των αναγκών της αγοράς·

«τηλεπικοινωνιακές υπηρεσίες» σημαίνει τις υπηρεσίες οι οποίες συνίστανται, εξ ολοκλήρου ή εν μέρει, στη διαβίβαση και τη διακίνηση σημάτων μέσω του δημόσιου τηλεπικοινωνιακού δικτύου με τη βοήθεια τηλεπικοινωνιακών μεθόδων, εξαιρουμένων των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών εκπομπών·

«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·

«υποψήφιος» σημαίνει τον οικονομικό φορέα που έχει ζητήσει να του αποσταλεί πρόσκληση συμμετοχής σε κλειστή διαδικασία ή σε διαδικασία με διαπραγμάτευση ή σε ανταγωνιστικό διάλογο.