Διαδικασία εξέτασης μελέτης.

17.-(1) Όταν η Περιβαλλοντική Αρχή παραλάβει μελέτη, αποστέλλει αντίγραφό της στα μέλη της Επιτροπής, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από την παραλαβή της.

(2) Στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ της αποστολής της μελέτης στα μέλη της Επιτροπής και της σύγκλησης της συνεδρίας για εξέτασή της, η Περιβαλλοντική Αρχή εξετάζει κατά πόσο οι πληροφορίες που περιέχονται στη μελέτη είναι επαρκείς.

(3) Σε περίπτωση που η Περιβαλλοντική Αρχή κρίνει ότι οι πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (2) δεν είναι επαρκείς, μπορεί να ζητήσει από την αρμόδια αρχή όπως παράσχει, μέσα σε εύλογη προθεσμία, που ορίζει η Περιβαλλοντική Αρχή και η οποία δε δύναται να υπερβαίνει τις εξήντα (60) μέρες, οποιεσδήποτε πρόσθετες πληροφορίες αναφορικά με το σχέδιο και/ή πρόγραμμα που εκπονείται ή τις επιπτώσεις που αυτό ενδέχεται να επιφέρει στο περιβάλλον. Σε περίπτωση που οι πληροφορίες αυτές δεν παρασχεθούν μέσα στην καθορισμένη προθεσμία, η Περιβαλλοντική Αρχή ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή.

(4) Σε περίπτωση που η Περιβαλλοντική Αρχή διαπιστώσει ότι οι πληροφορίες που βρίσκονται ενώπιόν της αναφορικά με το σχέδιο και/ή πρόγραμμα είναι επαρκείς, συγκαλείται συνεδρία της Επιτροπής για την αξιολόγηση της μελέτης.

(5) Αφού ληφθούν υπόψη οι απόψεις ή παραστάσεις οποιωνδήποτε προσώπων οι οποίες τυχόν έχουν υποβληθεί στην Περιβαλλοντική Αρχή σύμφωνα με το άρθρο 13(δ) ή πληροφορίες και απόψεις που υποβλήθηκαν σε διαδικασία δημόσιας ακρόασης που τυχόν συγκλήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 18 ή οι απόψεις ή παραστάσεις κράτους μέλους που υποβάλλονται σύμφωνα με το άρθρο 19, τα μέλη της Επιτροπής διαμορφώνουν τις αιτιολογημένες θέσεις και εισηγήσεις τους αναφορικά με την αξιολόγηση και τις επιπτώσεις που η έγκριση του σχεδίου και/ή προγράμματος ενδέχεται να επιφέρει στο περιβάλλον.

(6) Η Περιβαλλοντική Αρχή, αφού λάβει υπόψη τις θέσεις και εισηγήσεις των μελών της Επιτροπής, ετοιμάζει σχετική γνωμάτευση, την οποία διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή και η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του σχεδίου και/ή προγράμματος.

(7)  Στη γνωμάτευση της Περιβαλλοντικής Αρχής, που αναφέρεται στο εδάφιο (6), δύνανται να περιληφθούν και-

(α)η ενσωμάτωση συγκεκριμένων περιβαλλοντικών παραμέτρων στο σχέδιο και/ή πρόγραμμα.

(β)συγκεκριμένες διαφοροποιήσεις στο σχέδιο και/ή πρόγραμμα, έτσι ώστε να διασφαλίζεται η προστασία του περιβάλλοντος και η ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων· και/ή

(γ)καθορισμός του τρόπου ελέγχου και παρακολούθησης των τυχόν επιπτώσεων στο περιβάλλον από το σχέδιο και/ή πρόγραμμα και ειδικότερα-

(i) οι τομείς οι οποίοι ενδείκνυται να παρακολουθούνται,

(ii) οι τρόποι παρακολούθησης, και

(iii) η περιοδικότητα συλλογής στοιχείων.

(8) Η Περιβαλλοντική Αρχή δύναται να καθορίσει στη γνωμάτευσή της κατά πόσο θεωρεί ως ουσιώδη οποιοδήποτε όρο ή μέτρο που καθορίζει με βάση το εδάφιο 7(α), (β) και/ή (γ).

(9) Σε περίπτωση που οι αρχές οποιουδήποτε άλλου κράτους μέλους έλαβαν μέρος στη διαδικασία εξέτασης, σύμφωνα με το άρθρο 19, η Περιβαλλοντική Αρχή μεριμνά ώστε να αποσταλεί στις αρχές αυτές η γνωμάτευσή της.

(10) Η γνωμάτευση της Περιβαλλοντικής Αρχής καταχωρίζεται στο Αρχείο, που προβλέπεται στο άρθρο 23. Η Περιβαλλοντική Αρχή, με γνωστοποίηση που δημοσιεύει στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, σε δυο ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες της Δημοκρατίας και μέσω του διαδικτύου, δημοσιοποιεί ότι η εν λόγω γνωμάτευση είναι καταχωρισμένη στο Αρχείο, που τηρείται σύμφωνα με το άρθρο 23.