Δέσμευση και κατάσχεση ποσών που βρίσκονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς

111Α.-(1) Σε περίπτωση που πρόσωπο αρνείται ή παραλείπει ή καθυστερεί ή αμελεί να καταβάλει στον Διευθυντή το οφειλόμενο από αυτό ποσό δασμού ή και φόρων, το οποίο υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες ευρώ (€3.000), εξαιρουμένων δασμού ή και φόρων για τους οποίους-

(α) δεν έχουν παρέλθει οι προθεσμίες ή δεν έχουν ολοκληρωθεί οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 112 του παρόντος Νόμου και στο άρθρο 146 του Συντάγματος· ή

(β) έχει παρασχεθεί εγγύηση για την καταβολή των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων ικανοποιούσα τον Διευθυντή,

ο Διευθυντής, ανεξαρτήτως οποιασδήποτε διάταξης οποιουδήποτε Νόμου, περιλαμβανομένης οποιασδήποτε νομοθετικής διάταξης σε σχέση με την τήρηση τραπεζικού απορρήτου και κατόπιν γραπτής συγκατάθεσης του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, δύναται να απευθύνεται σε πιστωτικά ιδρύματα με γραπτή, μηχανογραφημένη, ηλεκτρονική ή άλλως πως ειδοποίησή του και να ζητά την άμεση δέσμευση οποιουδήποτε ελεύθερου και διαθέσιμου ποσού που ανήκει στο εν υπερημερία πρόσωπο και που είναι κατατεθειμένο σε τραπεζικούς λογαριασμούς σε ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα, το οποίο δεν υπερβαίνει το ποσό των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων, πλέον τόκους και επιβαρύνσεις.

(2) Απαγορεύεται η δέσμευση από τον Διευθυντή ελεύθερου και διαθέσιμου χρηματικού ποσού που ανήκει στο εν υπερημερία πρόσωπο, η οποία αφήνει στο σύνολο των τραπεζικών λογαριασμών του εν λόγω προσώπου ποσό λιγότερο από δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000).

(3) Σε περίπτωση που δεσμευμένο ποσό είναι κατατεθειμένο σε λογαριασμό του εν υπερημερία προσώπου, ο οποίος είναι κοινός με άλλο ή άλλα πρόσωπα, το πιστωτικό ίδρυμα ενημερώνει τα πρόσωπα αυτά για τη δέσμευση του ποσού.

(4) Σε περίπτωση που-

(α) πρόσωπο κριθεί ένοχο για το ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στο άρθρο 102Α του παρόντος Νόμου, ή

(β) δεν καταστεί δυνατή η είσπραξη των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων λόγω της μη δέσμευσης των οφειλόμενων ποσών,

το πιστωτικό ίδρυμα καταβάλλει στον Διευθυντή τα οφειλόμενα ποσά που, συνεπεία των πράξεων των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 102Α, δεν κατέστη δυνατόν να εισπραχθούν.

(5) Σε περίπτωση δέσμευσης ποσού δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου, το εν υπερημερία πρόσωπο έχει δικαίωμα εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών  από την ημερομηνία της ενημέρωσής του για τη δέσμευση του ποσού-

(α) είτε να αποταθεί στο Διευθυντή με έγγραφη ειδοποίηση ένστασης προς επανεξέταση της δέσμευσης του ποσού και ο Διευθυντής αποφασίζει επί της ενστάσεως εντός δεκαπέντε (15) ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία υποβολής της ένστασης.

(β) είτε να ζητήσει απευθείας από το Δικαστήριο με αίτησή του την έκδοση απόφασης για άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού,

υπό την προϋπόθεση ότι το εν υπερημερία πρόσωπο έχει αποδείξει ότι-

(i) κατέβαλε προηγουμένως τα οφειλόμενα ποσά δασμού ή και φόρων και δεν υφίσταται πλέον οφειλή· ή

(ii) δεν αποτελεί ελεύθερο και διαθέσιμο ποσό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου· ή

(iii) η επιλογή της δήμευσης εμπορευμάτων που προβλέπεται στο άρθρο 111 ή της εγγραφής εμπράγματου βάρους σε ακίνητη ιδιοκτησία που προβλέπεται στο άρθρο 111Β, θα του επέφερε λιγότερη δυσμένεια από το μέτρο που ο Διευθυντής επέλεξε να ακολουθήσει με βάση τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, χωρίς να καταστρατηγείται ο σκοπός της είσπραξης των οφειλόμενων δασμού ή και φόρων:

Νοείται ότι, σε περίπτωση απόρριψης της προβλεπόμενης στην παράγραφο (α) ένστασης από τον Διευθυντή, το εν υπερημερία πρόσωπο έχει δικαίωμα να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για την έκδοση απόφασης προς άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού.

(6) Σε περίπτωση που-

(α) η προβλεπόμενη στο εδάφιο (5) προθεσμία παρέλθει χωρίς την υποβολή ένστασης στον Διευθυντή ή την καταχώριση αίτησης στο Δικαστήριο, ή

(β) έχει υποβληθεί ένσταση σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (5) και ο Διευθυντής απορρίψει την ένσταση και το εν υπερημερία πρόσωπο δεν έχει αιτηθεί στο Δικαστήριο ζητώντας την άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού εντός δεκαπέντε (15) ημερών, ή

(γ) έχει υποβληθεί αίτηση στο Δικαστήριο για άρση της δέσμευσης του δεσμευμένου ποσού και έχει εκδοθεί απόφαση που απορρίπτει εν όλω η εν μέρει τις αξιώσεις που εγείρονται στο πλαίσιο της αίτησης,

το πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν σχετικής ειδοποίησης του Διευθυντή, μεταβιβάζει το αντίστοιχο ποσό που διατηρούσε δεσμευμένο στο Πάγιο Ταμείο.

(7) Σε περίπτωση που το Δικαστήριο εκδώσει απόφαση για την άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού, ο Διευθυντής δίδει οδηγίες στο πιστωτικό ίδρυμα για άρση της δέσμευσης του αντίστοιχου ποσού.

(8) Το Δικαστήριο δεν δύναται, κατά την εξέταση της αίτησης για άρση της δέσμευσης του συνόλου ή μέρους του δεσμευμένου ποσού, να εξετάζει τη νομιμότητα της οφειλής ή την ακρίβεια του οφειλόμενου ποσού.

(9) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν εισπράττει οποιαδήποτε τέλη από οποιοδήποτε πρόσωπο για τη διεκπεραίωση της διαδικασίας δέσμευσης ποσού και της μεταβίβασης του δεσμευμένου ποσού στο Πάγιο Ταμείο.

(10) Το πιστωτικό ίδρυμα δεν υπέχει οποιαδήποτε ευθύνη έναντι παντός προσώπου για τις ενέργειες στις οποίες προβαίνει σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(11) Ο Διευθυντής δύναται να καθορίζει με γνωστοποίησή του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, λεπτομέρειες για τις ενέργειες που προβλέπονται στο παρόν άρθρο, τον τρόπο  και τη διαδικασία μεταβίβασης του δεσμευμένου ποσού στο Πάγιο Ταμείο, τον τύπο της ειδοποίησης που αποστέλλει στα πιστωτικά ιδρύματα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), καθώς και οποιαδήποτε άλλη διαδικαστική λεπτομέρεια χρήζει καθορισμού για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

(12) Για σκοπούς του παρόντος άρθρου-

“ελεύθερο και διαθέσιμο ποσό που ανήκει στο εν υπερημερία πρόσωπο” σημαίνει-

(α) κάθε χρηματικό πιστωτικό υπόλοιπο σε οποιοδήποτε λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα και δεν περιλαμβάνει οποιοδήποτε ποσό, το οποίο υπόκειται σε δικαίωμα επίσχεσης ή άλλη επιβάρυνση ή ποσό επιταγής, η οποία εκκρεμεί προς εκκαθάριση ή ασφάλεια προς ικανοποίηση απαίτησης εκ δικαστικής αποφάσεως:

Νοείται ότι, ελεύθερο και διαθέσιμο ποσό θεωρείται το πιστωτικό υπόλοιπο που παραμένει, εφόσον το πιστωτικό ίδρυμα ενάσκησε τα δικαιώματα ή τις εξουσίες που παρέχονται σε αυτό από Νόμο ή από οποιαδήποτε σχετική συμφωνία που έχει συνάψει με το εν υπερημερία πρόσωπο και προχώρησε σε συμψηφισμό οποιουδήποτε πιστωτικού υπολοίπου του εν λόγω προσώπου με οφειλή προς το ίδιο το πιστωτικό ίδρυμα, πριν τη λήψη της ειδοποίησης από τον Διευθυντή για τη δέσμευση· και

(β) το ποσό το οποίο βρίσκεται κατατεθειμένο σε λογαριασμό στο όνομά του εν υπερημερία προσώπου, περιλαμβανομένου λογαριασμού κοινού μετ’ άλλου ή άλλων προσώπων, στον οποίο το εν υπερημερία πρόσωπο έχει το δικαίωμα έναντι του πιστωτικού ιδρύματος για την απόδοση ολόκληρης της ποσότητας των χρημάτων χωρίς τη σύμπραξη των άλλων προσώπων, εξαιρουμένων λογαριασμών πελατών ή λογαριασμών τους οποίους το εν υπερημερία πρόσωπο  δεδηλωμένα διατηρεί υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστής, εμπιστευματοδόχος, κηδεμόνας, εντολοδόχος, συνέταιρος, μέλος της διοίκησης σωματείου, λέσχης, ιδρύματος ή άλλου οργανισμού με ή χωρίς νομική προσωπικότητα, αντιπρόσωπος ή υπό οιανδήποτε άλλη ιδιότητα προς όφελος ή και διά λογαριασμό τρίτου προσώπου·

“πιστωτικό ίδρυμα” έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στο άρθρο 2 του περί Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου.