Έρευνα και ανάπτυξη

28.-(1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις των άρθρων 6, 7, 10, 17, 18 απαγορεύεται η διεξαγωγή πειραμάτων ή δοκιμών για σκοπούς έρευνας ή ανάπτυξης, οι οποίες συνεπάγονται τη διάθεση στην αγορά μη εγκεκριμένου βιοκτόνου ή δραστικής ουσίας που πρόκειται να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά ως συστατικό βιοκτόνου, εκτός εάν -

(α) Σε περίπτωση επιστημονικής έρευνας και ανάπτυξης, ο ενδιαφερόμενος συντάσσει και διατηρεί γραπτή κατάσταση που αναφέρει λεπτομερώς την ταυτότητα του βιοκτόνου ή της δραστικής ουσίας, τα δεδομένα της επισήμανσης, τις παραληφθείσες ποσότητες καθώς και τα ονόματα και τις διευθύνσεις των ατόμων που παραλαμβάνουν το βιοκτόνο ή τη δραστική ουσία, και καταρτίζει δε φάκελο ο οποίος περιέχει όλα τα διαθέσιμα στοιχεία για τις ενδεχόμενες επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου ή των ζώων καθώς και στο περιβάλλον· οι πληροφορίες αυτές παρέχονται, εάν ζητηθούν, στην Αρμόδια Αρχή.

(β) σε περίπτωση έρευνας και ανάπτυξης τεχνικών διεργασιών, οι απαιτούμενες σύμφωνα με το στοιχείο (α) πληροφορίες κοινοποιούνται στην Αρμόδια Αρχή, καθώς και στην Αρμόδια Αρχή του κράτους-μέλους στο οποίο πρόκειται να διεξαχθούν τα πειράματα.

(2) Η Αρμόδια Αρχή ορίζει ότι ένα μη εγκεκριμένο βιοκτόνο ή μια δραστική ουσία που προορίζεται για αποκλειστική χρήση σε βιοκτόνο, μπορεί να διατίθεται στην αγορά για οιοδήποτε πείραμα ή δοκιμή που ενδεχομένως περιλαμβάνει ή έχει ως αποτέλεσμα την ελευθέρωσή τους στο περιβάλλον μόνον εάν έχει εξετάσει τα διαθέσιμα δεδομένα και έχει χορηγήσει για τον σκοπό αυτό ειδική εξουσιοδότηση με όρο να περιορίζονται οι ποσότητες που θα χρησιμοποιηθούν καθώς και οι περιοχές όπου θα χρησιμοποιηθούν και μπορεί επίσης να θέτει περαιτέρω όρους.

(3) Το εδάφιο (2) δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που το κράτος μέλος έχει αναγνωρίσει στον αιτούντα το δικαίωμα διεξαγωγής ορισμένων πειραμάτων και δοκιμών και έχει καθορίσει τους όρους υπό τους οποίους πρέπει να διεξάγονται τα εν λόγω πειράματα και δοκιμές.

(4) Εάν τα προτεινόμενα πειράματα ή δοκιμές, που αναφέρονται στα εδάφια (1) και (2), ενδέχεται να έχουν επιβλαβείς επιπτώσεις στην υγεία του ανθρώπου ή των ζώων ή απαράδεκτη δυσμενή επίδραση στο περιβάλλον, η Αρμόδια Αρχή μπορεί είτε να τα απαγορεύει τελείως είτε να τα επιτρέπει υπό τους όρους που κρίνει αναγκαίους για την πρόληψη των συνεπειών αυτών.