Εξουσίες, καθήκοντα και ανεξαρτησία της ΡΑΕΚ

4.-(1) Η δυνάμει των διατάξεων του περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμου του 2003, συσταθείσα Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας Κύπρου, στο εξής καλούμενη ως ΡΑΕΚ, εκτελεί όλα τα καθήκοντα και ασκεί όλες τις εξουσίες που της ανατίθενται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(2) Η ΡΑΕΚ είναι ανεξάρτητη και διασφαλίζει ότι ασκεί τις εξουσίες της με αμεροληψία και διαφάνεια. Για το σκοπό αυτό, κατά την άσκηση των ρυθμιστικών καθηκόντων που της ανατίθενται βάσει του παρόντος Νόμου, η ΡΑΕΚ:

(α) είναι νομικά διακριτή και λειτουργικά ανεξάρτητη από κάθε άλλη δημόσια ή ιδιωτική οντότητα·

(β) το προσωπικό της και όλα τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με τη διοίκησή της:

(i) ενεργούν ανεξάρτητα από οποιοδήποτε αγοραίο συμφέρον· και

(ii) δεν ζητούν ούτε λαμβάνουν απευθείας οδηγίες από οποιαδήποτε κυβέρνηση ή άλλη δημόσια ή ιδιωτική οντότητα κατά την άσκηση των ρυθμιστικών καθηκόντων τους. Με την απαίτηση αυτή δεν θίγεται η, κατά περίπτωση, στενή συνεργασία με άλλες συναφείς εθνικές αρχές ούτε οι γενικοί πολιτικοί προσανατολισμοί που εκδίδει η κυβέρνηση και οι οποίοι δεν συνδέονται με τα κατά τα άρθρα 6 και 7 καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της ρυθμιστικής αρχής.

(3) Για σκοπούς προστασίας της ανεξαρτησίας της ΡΑΕΚ, ισχύουν τα ακόλουθα:

(α) η ΡΑΕΚ μπορεί να λαμβάνει αυτόνομες αποφάσεις, ανεξάρτητα από κάθε πολιτικό οργανισμό, και διαθέτει ξεχωριστές ετήσιες δημοσιονομικές προβλέψεις, ώστε να διαθέτει αυτονομία στην εκτέλεση του χορηγούμενου προϋπολογισμού και επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για την εκτέλεση των καθηκόντων της·

(β) τα μέλη της ΡΑΕΚ διορίζονται για ορισμένη θητεία που δεν υπερβαίνει τα έξη έτη και περιορίζεται στο ανώτατο όριο δυο θητειών· και

(γ) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (β) πιο πάνω, το Υπουργικό Συμβούλιο εξασφαλίζει κατάλληλο σύστημα εναλλαγής, ως αυτό ήθελε αποφασίσει. Τα μέλη της ΡΑΕΚ είναι δυνατόν να απαλλαγούν από τα καθήκοντά τους, διαρκούσης της θητείας τους, μόνο εφόσον δεν πληρούν πλέον τους όρους που ορίζονται στο παρόν άρθρο ή εάν έχουν κριθεί ένοχα για σοβαρό παράπτωμα βάσει του εθνικού δικαίου.