Απαγόρευση απόπλου ή κατάπλου

6.-(1) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία, την οποία ασκεί κατά τα λοιπά εδάφια του παρόντος άρθρου, να απαγορεύει τον απόπλου πετρελαιοφόρου από λιμένα της Δημοκρατίας ή σταθμό ανοικτής θάλασσας εντός της επικράτειας της Δημοκρατίας ή τον κατάπλου πετρελαιοφόρου από τέτοιο λιμένα ή σταθμό ανοικτής θάλασσας, εάν έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι το πετρελαιοφόρο δεν τηρεί οποιαδήποτε εφαρμοστέα επ' αυτού διάταξη του Κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 417/2002.

(2) Η Αρμόδια Αρχή ασκεί οποιαδήποτε από τις χορηγούμενες δυνάμει του εδαφίου (1) εξουσίες δια γραπτής, ηλεκτρικής ή ηλεκτρονικής διαβίβασης οδηγίας προς τον πλοίαρχο του επηρεαζόμενου πετρελαιοφόρου.

(3) Έκαστη οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (2) καθίσταται εκτελεστή με την διαβίβασή της στον πλοίαρχο του πετρελαιοφόρου το οποίο αφορά και ισχύει μέχρις ότου είτε ανακληθεί από τη Αρμόδια Αρχή κατά τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (8) είτε ακυρωθεί, τροποποιηθεί ή αντικατασταθεί στα πλαίσια προσφυγής ενώπιον, του Υπουργού ή δικαστικής προσφυγής.

(4) Σε κάθε οδηγία που αναφέρεται στο εδάφιο (2), η Αρμόδια Αρχή-

(α) καθορίζει επαρκώς, δεόντως, και σαφώς τους λόγους για τους οποίους ασκεί την εξουσία, και ιδίως -

(i) τα αποτελέσματα της επιθεώρησης που έχει τυχόν διενεργηθεί και στα οποία βασίζονται οι λόγοι άσκησης της εξουσίας, και

(ii) τα κατά την κρίση της εύλογα διορθωτικά μέτρα τα οποία τυχόν πρέπει να ληφθούν για άρση των λόγων για τους οποίους ασκεί την εξουσία- και

(β) πληροφορεί τον πλοίαρχο, στον οποίο η οδηγία διαβιβάζεται -

(i) περί του δικαιώματος του πλοιάρχου, του έχοντος την εκμετάλλευση του πετρελαιοφόρου το οποίο αφορά η οδηγία και του εντός της Δημοκρατίας αντιπροσώπου του έχοντος την εκμετάλλευση του πετρελαιοφόρου να προσβάλουν την οδηγία -

(Α) με προσφυγή στον Υπουργό κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 9, και

(Β) με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο κατά τα διαλαμβανόμενα στο Άρθρο 146 του Συντάγματος, και

(ii) περί των προθεσμιών εντός των οποίων δύνανται να ασκηθούν τα προαναφερόμενα δικαιώματα, οι οποίες προθεσμίες καθορίζονται στο άρθρο 9 του παρόντος Νόμου και το Άρθρο 146 του Συντάγματος, αντίστοιχα.

(5) Η Αρμόδια Αρχή έχει εξουσία να διατάζει, δια της αναφερόμενης στο εδάφιο (2) οδηγίας της, όπως το πετρελαιοφόρο το οποίο αφορά η οδηγία -

(α) παραμείνει σε συγκεκριμένο χώρο, ή

(β) μετακινηθεί σε συγκεκριμένο χώρο και παραμείνει εκεί.

(6) Ο πλοίαρχος και ο έχων την εκμετάλλευση πετρελαιοφόρου, το οποίο αφορά αναφερόμενη στο εδάφιο (2) οδηγία, υποχρεούνται έκαστος κατά την περίοδο ισχύος της οδηγίας να συμμορφώνονται με αυτή.

(7)(α) Σε περίπτωση που πλοίαρχος πετρελαιοφόρου, στον οποίο διαβιβάστηκε αναφερόμενη στο εδάφιο (2) οδηγία, ισχυρίζεται στην Αρμόδια Αρχή ότι έχει προβεί σε όλες τις ενδεδεδειγμένες ενέργειες για άρση των λόγων για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή άσκησε εξουσία δια της έκδοσης οδηγίας, η Αρμόδια Αρχή, εάν το κρίνει σκόπιμο, διασφαλίζει τη κατά το συντομότερο δυνατό διενέργεια επιθεώρησης επί του πετρελαιοφόρου, προς διαπίστωσης της άρσης των λόγων για τους οποίους η Αρμόδια Αρχή άσκησε εξουσία δια της έκδοσης της οδηγίας.

(β) Οι δαπάνες κάθε επιθεώρησης που διενεργείται κατά τα διαλαμβανόμενα στην παράγραφο (α) βαρύνουν τον έχοντα την εκμετάλλευση του επιθεωρούμενου πετρελαιοφόρου.

(8) Σε περίπτωση που η Αρμόδια Αρχή ικανοποιηθεί ότι εξέλειπαν οι λόγοι για τους οποίους άσκησε εξουσία δια αναφερόμενης στο εδάφιο (2) οδηγίας, ανακαλεί την οδηγία δια απόφασής της την οποία διαβιβάζει γραπτώς, ηλεκτρικώς ή ηλεκτρονικώς στον πλοίαρχο του πετρελαιοφόρου, το οποίο αφορούσε η ανακληθείσα οδηγία.

(9) Διαπράττει ποινικό αδίκημα πρόσωπο που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με υποχρέωση που του επιβάλλει το εδάφιο (6) και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 5 χιλιάδες λίρες ή σε αμφότερες τις ποινές.

(10) Διαπράττει το καθοριζόμενο ποινικό αδίκημα στο εδάφιο (9) και υπόκειται στις καθοριζόμενες στο ίδιο εδάφιο ποινές οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, εν γνώσει του, συμπράττει ή συντρέχει στην τέλεση του προαναφερόμενου ποινικού αδικήματος.