Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-

«αλιευτικό σκάφος» σημαίνει αλιευτικό σκάφος το οποίο χρησιμοποιείται για εμπορικούς σκοπούς για την αλίευση ψαριών ή άλλων έμβιων ενάλιων πόρων·

«Διευθυντής» σημαίνει τον Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας·

«εβδομάδα» σημαίνει τη χρονική περίοδο επτά ημερών με έναρξη την 00:01 ώρα της Δευτέρας και λήξη της 24:00 ώρας της επόμενης Κυριακής (τοπικές ώρες)·

«επιθεώρηση» σημαίνει οποιαδήποτε ενέργεια επιθεωρητή δυνάμει του άρθρου 21 με σκοπό τον έλεγχο της τήρησης επί πλοίου ή αλιευτικού σκάφους των σχετικών διατάξεων του παρόντος Νόμου·

«επιθεωρητής» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 21(1)(α)·

«επόπτης πλοίων» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στο άρθρο 21(1)(α)(ii)·

«θαλασσοπλοούν πλοίο» σημαίνει πλοίο και «θαλασσοπλοούν αλιευτικό σκάφος» σημαίνει αλιευτικό σκάφος, αλλά οι όροι αυτοί δεν περιλαμβάνουν πλοία και αλιευτικά σκάφη, αντίστοιχα, τα οποία απασχολούνται αποκλειστικά -

(α) Σε εσωτερικά ύδατα ή εντός προστατευόμενων υδάτων, σε απόσταση όχι μεγαλύτερη των τριών ναυτικών μιλίων από την πλησιέστερη ακτή της Δημοκρατίας, ή

(β) σε περιοχές όπου εφαρμόζονται κανονισμοί λιμένα·

«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος το οποίο είναι Συμβαλλόμενο Μέρος στη Συμφωνία για τον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο η οποία υπογράφτηκε στο Πόρτο την 2α Μαΐου1992, όπως προσαρμόστηκε από το Πρωτόκολλο το οποίο υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες την 17η Μαΐου 1993 και όπως εκάστοτε τροποποιείται·

«κυπριακό πλοίο» σημαίνει θαλασσοπλοούν πλοίο και «κυπριακό αλιευτικό σκάφος» σημαίνει θαλασσοπλοούν αλιευτικό σκάφος, το οποίο πλοίο ή αλιευτικό σκάφος είναι εγγεγραμμένο-

(α) Στο Νηολόγιο κυπριακών πλοίων και φέρει τη σημαία της Δημοκρατίας, δυνάμει των διατάξεων των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις Πλοίων) Νόμων του 1963 μέχρι 1996, ή

(β) στο Μητρώο που τηρείται από το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας δυνάμει των περί Εκτάκτων Εξουσιών (΄Ελεγχος Μικρών Σκαφών) Κανονισμών του 1955, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, ή

(γ) στο Νηολόγιο Μικρών Αλιευτικών Σκαφών που τηρείται από το Τμήμα Αλιείας δυνάμει του περί Αλιευτικών Σκαφών (Νηολόγησις, Πώλησις, Μεταβίβασις και Υποθήκευσις) Νόμου του 1971·

«ναυτικός» σημαίνει φυσικό πρόσωπο το οποίο απασχολείται ή εργοδοτείται με οποιαδήποτε ιδιότητα σε θαλασσοπλοούν πλοίο ή θαλασσοπλοούν αλιευτικό σκάφος, και περιλαμβάνει τον πλοίαρχο·

«ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου» ή «ο έχων την εκμετάλλευση αλιευτικού σκάφους» σημαίνει τον πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως τον διαχειριστή ή το ναυλωτή γυμνού πλοίου bareboat charterer) ή, κατά περίπτωση, αλιευτικού σκάφους, ο οποίος έχει αναλάβει την ευθύνη λειτουργίας του πλοίου ή, κατά περίπτωση, αλιευτικού σκάφους από τον πλοιοκτήτη και ο οποίος αναλαμβάνοντας τέτοια ευθύνη έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα παρεπόμενα καθήκοντα και ευθύνες που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο·

«πλοίαρχος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει τη διακυβέρνηση πλοίου ή αλιευτικού σκάφους·

«πλοίο» σημαίνει είδος σκάφους το οποίο χρησιμοποιείται στη ναυσιπλοΐα και δεν είναι κωπήλατο, αλλά δεν περιλαμβάνει αλιευτικό σκάφος·

«πλοιοκτήτης» σημαίνει πρόσωπο που έχει την κυριότητα πλοίου ή αλιευτικού σκάφους·

«Πρωτόκολλο της Σύμβασης αρ. 147 της ΔΟΕ» σημαίνει το Πρωτόκολλο του 1996 στη Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αρ. 147 περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Ελάχιστα Επίπεδα)·

«Σύμβαση αρ. 180 της ΔΟΕ» σημαίνει τη Σύμβαση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας αρ. 180 που έγινε το 1996 αναφορικά με τις ΄Ωρες Εργασίας των Ναυτικών και την Επάνδρωση των Πλοίων·

«Τμήμα Αλιείας» σημαίνει το Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος·

«Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας» σημαίνει το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων·

«τρίτο κράτος» σημαίνει χώρα που δεν είναι κράτος μέλος·

«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων·

«ώρες ανάπαυσης» σημαίνει το χρόνο εκτός των ωρών εργασίας και εκτός των σύντομων διαλειμμάτων·

«ώρες εργασίας» σημαίνει το χρόνο στη διάρκεια του οποίου πρέπει ο ναυτικός να εργάζεται για λογαριασμό του πλοίου ή, κατά περίπτωση, του αλιευτικού σκάφους.