Επιπρόσθετες απαιτήσεις για επαγγελματική πείρα

6.-(1) Το αρμόδιο όργανο δύναται να απαιτεί περαιτέρω από τον αιτούντα:

(α) Να αποδεικνύει ότι διαθέτει επαγγελματική πείρα, όταν η διάρκεια της εκπαίδευσης την οποία επικαλείται, σύμφωνα με τις παραγράφους (α) ή (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 είναι κατά ένα τουλάχιστον έτος κατώτερη από τη διάρκεια που απαιτείται στη Δημοκρατία:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που η ελλείπουσα περίοδος εκπαίδευσης αφορά τον κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών ή/και την επαγγελματική πρακτική εξάσκηση που πραγματοποιείται υπό την καθοδήγηση υπεύθυνου επαγγελματία και πιστοποιείται με εξετάσεις, η διάρκεια της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας δε μπορεί να υπερβαίνει το διπλάσιο της ελλείπουσας περιόδου εκπαίδευσης:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που η ελλείπουσα περίοδος εκπαίδευσης αφορά περίοδο εξάσκησης του επαγγέλματος που διεξάγεται με τη βοήθεια αναγνωρισμένου επαγγελματία, η διάρκεια της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας δε μπορεί να υπερβαίνει την ελλείπουσα περίοδο εκπαίδευσης. Όσον αφορά τα διπλώματα, η διάρκεια της εκπαίδευσης που αναγνωρίζεται ως ισοδύναμη υπολογίζεται σε συνάρτηση με την εκπαίδευση, η οποία ορίζεται στην ερμηνεία του ίδιου όρου. Κατά την εφαρμογή των ανωτέρω, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η επαγγελματική πείρα που αναφέρεται. Σε κάθε περίπτωση η διάρκεια στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 της απαιτούμενης επαγγελματικής πείρας δε μπορεί να υπερβαίνει τα τέσσερα έτη. Δεν απαιτείται επαγγελματική πείρα από τον αιτούντα, ο οποίος είναι κάτοχος διπλώματος που πιστοποιεί κύκλο σπουδών μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, όπως ορίζεται στο Παράρτημα Γ του παρόντος Νόμου ή διπλώματος, όπως ορίζεται στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελμα-τικών Προσόντων Νόμο του 2002, και ο οποίος επιθυμεί να ασκήσει το επάγγελμα του στη Δημοκρατία όταν απαιτείται η κατοχή διπλώματος ή τίτλου εκπαίδευσης που πιστοποιεί έναν από τους κύκλους σπουδών που αναφέρονται στα Παραρτήματα Γ και Δ.

(β) Να πραγματοποιήσει πρακτική εξάσκηση προσαρμογής, επί τρία έτη κατ΄ ανώτατο όριο, ή να υποβληθεί σε δοκιμασία επάρκειας:

(i) Όταν η εκπαίδευση την οποία έχει λάβει σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4, αφορά τομείς θεωρητικών ή/και πρακτικών γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς από εκείνους που καλύπτονται από το δίπλωμα που απαιτείται στη Δημοκρατία όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2, ή στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” που δίδεται στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002:

Νοείται ότι, η πρακτική άσκηση προσαρμογής και η δοκιμασία επάρκειας δεν απαιτούνται παρά μόνο εάν εξακριβωθεί ότι οι γνώσεις που απέκτησε ο αιτών από την επαγγελματική πείρα του δεν είναι ικανές να καλύψουν, πλήρως ή εν μέρει, την ουσιώδη διαφορά που αναφέρεται στην παρούσα υποπαράγραφο, ή

(ii) όταν στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 το κατοχυρωμένο επάγγελμα στη Δημοκρατία περιλαμβάνει μία ή περισσότερες κατοχυρωμένες επαγγελματικές δραστηριότητες οι οποίες δεν υφίστανται στο νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσης του αιτούντος και η διαφορά αυτή έγκειται στην ειδική εκπαίδευση που απαιτείται στη Δημοκρατία και που αφορά τομείς γνώσεων θεωρητικών ή/και πρακτικών ουσιωδώς διαφορετικών από εκείνες που καλύπτονται από το δίπλωμα που προσκομίζει ο αιτών, όπως αυτό προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 4,

ή

(iii) όταν στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4, το κατοχυρωμένο επάγγελμα στη Δημοκρατία περιλαμβάνει μια ή περισσότερες κατοχυ-ρωμένες επαγγελματικές δραστηριότητες, που δεν υφίστανται στο μη νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα, που ασκεί ο αιτών στο κράτος μέλος καταγωγής ή προέλευσης και η διαφορά έγκειται στην ειδική εκπαίδευση που απαιτείται στη Δημοκρατία και που αφορά τομείς θεωρητικών ή/και πρακτικών γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικών από εκείνες που καλύπτονται από τον ή τους τίτλους σπουδών, τους οποίους προσκομίζει ο αιτών. Οι διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) δεν εφαρμόζονται σωρευτικά.

(2) Η επιλογή μεταξύ πρακτικής άσκησης προσαρμογής και δοκιμασίας επάρκειας ανήκει στον αιτούντα.

(3) Κατά παρέκκλιση των οριζόμενων στα εδάφια (1) και (2) το δικαίωμα της επιλογής δεν παρέχεται στον αιτούντα:

(α) Στην περίπτωση επαγγέλματος η άσκηση του οποίου απαιτεί επακριβή γνώση του εθνικού δικαίου και ως προς το οποίο η παροχή συμβουλών ή/και συνδρομής σε θέματα εθνικού δικαίου αποτελεί ουσιώδες και σταθερό στοιχείο της άσκησης των σχετικών επαγγελματικών δραστηριοτήτων· ή

(β) στην περίπτωση κατά την οποία η πρόσβαση στο επάγγελμα ή η άσκησή του εξαρτάται από την κατοχή διπλώματος, όπως αυτό ορίζεται στην ερμηνεία του όρου “δίπλωμα” στον περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμο του 2002, και του οποίου μια από τις προϋποθέσεις χορήγησης είναι η επιτυχής ολοκλήρωση κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας μεγαλύτερης από τρία έτη ή ισοδύναμης διάρκειας μερικής παρακολούθησης και ο αιτών είναι κάτοχος είτε διπλώματος, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2, και έχει αποκτήσει ένα ή περισσότερους τίτλους εκπαίδευσης κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 οι οποίοι δεν καλύπτονται από την παράγραφο (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 4 του περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002.