ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

(άρθρο 4)

(Εμπορία Ακατέργαστης Ξυλείας)

Μέτρηση και ταξινόμηση της Ακατέργαστης Ξυλείας

1. ΜΕΤΡΗΣΗ

1.1. Γενικά

1.1.1. Η μέτρηση γίνεται είτε κατ' όγκο (σε πραγματικά ή χωρικά κυβικά μέτρα) είτε κατά βάρος.

1.1.2. Μόνο το μετρικό σύστημα χρησιμοποιείται για τη μέτρηση.

1.1.3. Τα όργανα μέτρησης ελέγχονται επίσημα και διατηρούνται σε καλή κατάσταση.

1.2. Ξυλεία μακρού μήκους.

1.2.1. Η ακατέργαστη ξυλεία, της οποίας ο όγκος εκφράζεται συνήθως σε πραγματικά κυβικά μέτρα, καλείται ξυλεία μακρού μήκους.

1.2.2. Η τεχνική ξυλεία ανώμαλου σχήματος μετριέται κατά τμήματα.

1.2.3. Ο όγκος ενός ολόκληρου τεμαχίου εξευρίσκεται από το μήκος και τη διάμετρο, η οποία μετριέται με το φλοιό ή χωρίς αυτόν. Ο όγκος υπολογίζεται κατά προσέγγιση τουλάχιστο δύο δεκαδικών ψηφίων με χρήση ενός συνήθους πίνακα κυβισμού.

1.2.4. Η μέτρηση της διαμέτρου στρογγυλοποιείται στο κατώτερο εκατοστόμετρο. Στην περίπτωση που η διάμετρος μετράται με το φλοιό, ενεργείται μια λογική μείωση. Η μείωση, η οποία γίνεται, μνημονεύεται.

1.2.5. Σε περίπτωση μετρήσεων μέχρι 19 εκατοστομέτρων, συμπεριλαμβανομένων, η διάμετρος χωρίς φλοιό μετριέται με μία μόνο μέτρηση, με χρήση ενός δασικού παχύμετρου, όπως ο κορμός κείται επί του εδάφους (οριζόντια διάμετρος).

Στην περίπτωση μετρήσεων άνω των 20 εκατοστόμετρων χωρίς φλοιό, η διάμετρος καθορίζεται με δύο μετρήσεις καθέτους η μια προς την άλλη (όσο είναι δυνατό κατά τη μέγιστη και ελάχιστη διάμετρο). Αν το σημείο το οποίο θα μετρηθεί συμπίπτει με τμήμα στο οποίο φύονται κλάδοι ή με άλλο ακανόνιστο τμήμα του κορμού, η διάμετρος ισούται με το μέσο όρο των μετρήσεων που έχουν γίνει σε κάθε μια από τις δύο πλευρές και σε ίση απόσταση από το σημείο που έπρεπε να μετρηθεί.

1.2.6. Η μέτρηση του μήκους στρογγυλοποιείται στο κατώτερο δεκαδικό ψηφίο. Για την τεχνική ξυλεία με διάμετρο στο μέσο 20 εκατοστομέτρων ή μικρότερα, χωρίς φλοιό, το μήκος δύναται να στρογγυλοποιηθεί στο κατώτερο μέτρο. Αν υπάρχει εγκοπή υλοτομίας, το μήκος μετριέται από το μέσο της εγκοπής αυτής.

1.3 Ξυλεία σε χωρικά μέτρα.

1.3.1. Ακατέργαστη ξυλεία, που ο όγκος της εκφράζεται συνήθως σε χωρικά κυβικά μέτρα ονομάζεται ξυλεία σε χωρικά κυβικά μέτρα.

1.3.2. Η ξυλεία σε χωρικά κυβικά μέτρα υπολογίζεται λαμβανομένου υπόψη του ύψους της στοίβαξης αυξανομένου κατά 3%.

2. ΤΑΞΙΝΟΜΗΣΗ

2.1. Γενικά

2.1.1. Η ακατέργαστη ξυλεία μπορεί να ταξινομείται—

(α) Κατά το είδος και το κοινό όνομα,

(β) κατά τις διαστάσεις,

(γ) κατά την ποιότητα.

2.2. Ταξινόμηση βάσει των διαστάσεων

2.2.1. Για τη μέτρηση της διαμέτρου και του μήκους προς το σκοπό της ταξινόμησης εφαρμόζονται οι παράγραφοι 1.2.4., 1.2.5. και 1.2.6.

2.2.2. Η ταξινόμηση με βάση τις διατάξεις πραγματοποιείται, ανεξάρτητα από το μήκος κατά κλάσεις, σύμφωνα με τη διάμετρο στο μέσο χωρίς φλοιό, κατά τις ακόλουθες ονομασίες ταξινόμησης:

Κλάση Διάμετρος
L0 μικρότερη των 10 εκατοστόμετρα
L1α 10 έως 14 εκατοστόμετρα
L1β 15 έως 19 εκατοστόμετρα
L2α 20 έως 24 εκατοστόμετρα
L2β 25 έως 29 εκατοστόμετρα
L3a 30 έως 34 εκατοστόμετρα
L3β 35 έως 39 εκατοστόμετρα
L4 40 έως 49 εκατοστόμετρα
L5 50 έως 59 εκατοστόμετρα
L6 60 εκατοστόμετρα και άνω.

2.2.3. Άλλες κλάσεις μετά την κλάση 6 δύναται να συσταθούν αφού διατηρηθεί η αυτή κλιμάκωση. Η υποδιαίρεση σε υποκλάσεις (α) και (β) δύναται να καταργηθεί ή να επεκταθεί σ' όλες τις κλάσεις.

2.2.4. Η μακρού μήκους ξυλεία δύναται επίσης να ταξινομηθεί με βάση το ελάχιστο μήκος και την ελάχιστη διάμετρο χωρίς φλοιό στο λεπτό άκρο, η οποία ανταποκρίνεται σ' αυτό το μήκος, κατά τις ακόλουθες ονομασίες ταξινόμησης:

Κλάση

 

Ελάχιστο

μήκος

Ελάχιστη διάμετρο στο

λεπτό άκρο

H1 8 μέτρα 10 εκατοστόμετρα
Η2 10 μέτρα 12 εκατοστόμετρα
Η3 14 μέτρα 14 εκατοστόμετρα
Η4 16 μέτρα 17 εκατοστόμετρα
Η5 18 μέτρα 22 εκατοστόμετρα
Η6 18 μέτρα 30 εκατοστόμετρα.

 

Κατά παρέκκλιση των διατάξεων της παραγράφου 1.2.3., η διάμετρος του λεπτού άκρου μετράται μόνο μια φορά.

2.2.5. Ορισμένα είδη ξυλείας μακρού μήκους (στύλοι, πάσσαλοι, κλπ) κατατάσσονται σε κλάσεις σύμφωνα με τη διάμετρο μετά φλοιού σε απόσταση 1 μέτρου από το παχύ άκρο κατά τις ακόλουθες ονομασίες ταξινόμησης:

Κλάση

 

Διάμετρος

 

P1 6 εκατοστόμετρα και λιγότερο
Ρ2 7 έως 13 εκατοστόμετρα
Ρ3 14 εκατοστόμετρα και άνω

2.2.6. Η ξυλεία σε χωρικά κυβικά μέτρα κατατάσσεται σε κλάσεις με βάση τη διάμετρο μετά φλοιού στο λεπτό άκρο κατά τις ακόλουθες ονομασίες ταξινόμησης:

S1 στρογγύλια διαμέτρου 3 έως 6 εκατοστόμετρα (μικρά στρογγύλια)

S2 στρογγύλια διαμέτρου 7 έως 13 εκατοστόμετρα (στρογγύλια)

S3 στρογγύλια διαμέτρου 14 εκατοστόμετρα και άνω και σχίζες (χονδρά στρογγύλια και σχίζες).

Όταν η ξυλεία σε χωρικά κυβικά μέτρα είναι αποφλοιωμένη, οι ανωτέρω διάμετροι μειώνονται κατά 1 εκατοστόμετρο.

2.3. Ταξινόμηση με βάση την ποιότητα

2.3.1. Η ταξινόμηση με βάση την ποιότητα λαμβάνει υπόψη τ' ακόλουθα κριτήρια:

— Καμπυλότητα: Η μέτρηση της καμπυλότητας πραγματοποιείται με διαίρεση του συνολικού βέλους εκπεφρασμένου σε εκατοστόμετρα και στο πλησιέστερο εκατοστόμετρο, με την απόσταση που χωρίζει τα δύο άκρα της καμπυλότητας, εκπεφρασμένης σε μέτρα με δεκαδικά ψηφία.

Η καμπυλότητα εκφράζεται σε εκατοστόμετρα ανά μέτρο.

— Στρεψοϊνία: η έκταση του ελαττώματος αυτού μετράται με τον υπολογισμό της διά της κατά μέτρον αποστάσεως, εκπεφρασμένης σε εκατοστόμετρα και στο πλησιέστερο εκατοστόμετρο μεταξύ κατευθύνσεως των ινών και μιας ευθείας παραλλήλου προς τον άξονα του μακρού ξύλου.

Η στρεψοϊνία εκφράζεται σε εκατοστόμετρα ανά μέτρο.

— Πτώση διαμέτρου: η πτώση διαμέτρου μετράται διά διαιρέσεως της διαφοράς μεταξύ των διαμέτρων μακράς ξυλείας σ' ένα μέτρο από τα άκρα και αφού μετρηθεί σε εκατοστόμετρα και στρογγυλοποιηθεί στο κατώτερο εκατοστό, με την απόσταση η οποία τις χωρίζει, εκπεφρασμένη σε μέτρα με δεκαδικά ψηφία. Η πτώση της διαμέτρου εκφράζεται σε εκατοστόμετρα, με δεκαδικά ψηφία ανά μέτρο.

— Ρόζοι μη κεκαλυμμένοι, υγιείς (ή καθαροί), αποσυντεθειμένοι (ή μαύροι). Η διάμετρος των ρόζων μετριέται σε χιλιοστόμετρα κατά την μικρότερη διάσταση τους.

— Ρόζοι κεκαλυμμένοι, εξογκώματα.

— Έκκεντρος εντεριώνη.

— Ξύλο από αντίδραση: ξύλο εφελκυσμογενές για τα πλατύφυλλα, ξύλο θλιψιγενές ή ερυθρόχρουν για τα κωνοφόρα.

— Ανωμαλίες περιμέτρου.

— Ραγάδες δακτυλίου, ραγάδες από ηλεκτροπληξίες, ραγάδες παγετού.

— Ξυλεία προερχόμενη από ιστάμενα ξηρά δέντρα και ελαττώματα οφειλόμενα στην αποξήρανση, σχισμές.

— Αποχρωματισμοί.

— Άλλες ζημιές που προκαλούνται από επιβλαβείς οργανισμούς.

2.3.2. Όταν η ταξινόμηση γίνεται με βάση την ποιότητα, η ακατέργαστη ξυλεία κατατάσσεται σε κλάσεις ποιότητας σύμφωνα με τις ακόλουθες ταξινομήσεις:

Κλάση Α/ΕΟΚ: Ξύλο υγιές, που παρουσιάζει ανωτερότητα σε συγκεκριμένες ιδιότητες απαλλαγμένο ελαττωμάτων ή με ασήμαντα ελαττώματα που δεν περιορίζουν τη χρήση του.

Κλάση Β/ΕΟΚ: Ξύλο συνήθους ποιότητας, στο οποίο περιλαμβάνεται και η ξυλεία από ιστάμενα ξηρά δένδρα, παρουσιάζον ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα ελαττώματα: Ελαφρά καμπυλότητα και στρεψοϊνία, πτώση διαμέτρου λίγο έντονη, χωρίς χονδρούς ρόζους, μερικούς ρόζους υγιείς μικρού ή μέσου μεγέθους, μειωμένο αριθμό ελαττωματικών ρόζων μικράς διαστάσεως, εντεριώνη ελαφρά έκκεντρη, μερικές ανωμαλίες της περιμέτρου ή ορισμένα άλλα μεμονωμένα ελαττώματα που αντισταθμίζονται από μια γενική καλή ποιότητα.

Κλάση Γ/ΕΟΚ: Ξυλεία, η οποία λόγω των ελαττωμάτων της δεν μπορεί να ταξινομηθεί ούτε στην κλάση Α/ΕΟΚ, ούτε στην κλάση Β/ΕΟΚ, αλλά η οποία εν τούτοις μπορεί να χρησιμοποιηθεί για βιομηχανικούς σκοπούς.

2.3.3. Η ξυλεία μακρού μήκους των κλάσεων ποιότητας Α/ΕΟΚ και Γ/ΕΟΚ πρέπει να φέρει την ένδειξη της κλάσης της κατά τρόπο ανεξίτηλο. Για τη μακρά ξυλεία κλάσεως Β/ΕΟΚ, η ένδειξη κλάσεως δεν είναι απαραίτητη.