Μεσίτης ασφαλίσεων. Ποινικό αδίκημα

167.—(1) Μεσίτης ασφαλίσεων (insurance broker) είναι το φυσικό ή το νομικό πρόσωπο, το οποίο έναντι προμήθειας, που καταβάλλεται από τις ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις, έχει ως αποκλειστική απασχόλησή του να ασκεί, κατ' εντολή οποιουδήποτε προσώπου, και χωρίς να δεσμεύεται ως προς την επιλογή της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, τις εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (5) του άρθρου αυτού.

(2) Σε περίπτωση κατά την οποία οι εργασίες που καθορίζονται στο εδάφιο (5) του άρθρου αυτού, ασκούνται από νομικό πρόσωπο, εγγεγραμμένο δυνάμει του περί Εταιρειών Νόμου, το πρόσωπο αυτό θα καλείται εφεξής, για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, ως «εταιρεία ασφαλειομεσιτών». Στην επωνυμία της εταιρείας αυτής θα περιλαμβάνονται υποχρεωτικά οι λέξεις «εταιρεία ασφαλειομεσιτών» ή γραμματικές παραλλαγές του όρου αυτού, που υποδηλώνουν το σκοπό συστάσεως της εταιρείας προς άσκηση εργασιών εταιρείας ασφαλειομεσιτών. Οι λέξεις αυτές δύνανται να διατυπωθούν και σε ξένη γλώσσα, εκτός της ελληνικής, εφόσον η εταιρεία εγγράφεται με επωνυμία διατυπωμένη στη γλώσσα αυτή.

(3) Εκτός εάν προκύπτει άλλως πως από το κείμενο, ο όρος «μεσίτης ασφαλίσεων» θα περιλαμβάνει και την «εταιρεία ασφαλειομεσιτών».

(4) Ο μεσίτης ασφαλίσεων πρέπει να έχει νομική και οικονομική ανεξαρτησία έναντι των ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων με τις οποίες συναλλάσσεται. Σε περίπτωση εν τούτοις κατά την οποία αυτός έχει οποιοδήποτε νομικό ή οικονομικό δεσμό με μια ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, δυνάμενο να επηρεάσει την ελευθερία επιλογής του κατά την άσκηση των εργασιών του, οφείλει προηγουμένως να γνωστοποιήσει γραπτώς το γεγονός προς κάθε πρόσωπο που ενδιαφέρεται στη σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής κάλυψης. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.

(5) Ο μεσίτης ασφαλίσεων ασκεί τις ακόλουθες εργασίες:

(α) Φέρνει σε επαφή τον ενδιαφερόμενο προς σύναψη ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής κάλυψης με ασφαλιστικές ή αντασφαλιστικές επιχειρήσεις·

(β) προβαίνει σε όλες τις αναγκαίες προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών συμβάσεων·

(γ) εξασφαλίζει την αποδοχή της συμβάσεως αυτής τόσο από την ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση όσο και από τον ασφαλισμένο·

(δ) παρέχει στους ασφαλισμένους κάθε αναγκαία βοήθεια ή συμβουλή κατά τη διάρκεια της ισχύος της ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής συμβάσεως και ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία δικαιώματος προς υποβολή απαιτήσεως·

(ε) εισπράττει τα οφειλόμενα ασφάλιστρα, τα οποία καταβάλλει στη δικαιούχο ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση.