Δίκαιο που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις Κλάδου Γενικής Φύσεως

129.—(1) Το δίκαιο που διέπει τις ασφαλιστικές συμβάσεις του Κλάδου Γενικής Φύσεως, οι οποίες καλύπτουν κινδύνους, οι οποίοι βρίσκονται σε Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., καθορίζεται σύμφωνα με τις ακόλουθες διατάξεις:

(α) Όταν ο ασφαλισμένος κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία και ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του στη Δημοκρατία ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, την έδρα του στη Δημοκρατία, το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση είναι το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία, εκτός εάν η ίδια η ασφαλιστική σύμβαση προβλέπει ρητώς άλλως πως, σύμφωνα με τις επόμενες διατάξεις του άρθρου αυτού·

(β) όταν ο ασφαλισμένος κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία και ο ασφαλισμένος δεν έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του στη Δημοκρατία ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, την έδρα του στη Δημοκρατία, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επιλέξουν κατά πόσο το δίκαιο που θα διέπει τη σύμβαση είναι είτε το δίκαιο της Δημοκρατίας είτε το δίκαιο του Κράτους Μέλους όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του, ή την έδρα του. Το αυτό εφαρμόζεται και όταν ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του ή, προκειμένου περί νομικού προσώπου, την έδρα του, στη Δημοκρατία, ο δε κίνδυνος βρίσκεται σε άλλο Κράτος Μέλος·

(γ) όταν ο ασφαλισμένος ασκεί εμπορική ή βιομηχανική δραστηριότητα ή ελεύθερο επάγγελμα και η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει περισσότερους από έναν κινδύνους, που σχετίζονται με τις δραστηριότητές του αυτές και οι οποίοι κίνδυνοι ευρίσκονται στη Δημοκρατία και σε ένα ή περισσότερα άλλα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να συμφωνήσουν ότι εφαρμόζεται είτε το δίκαιο ενός από τα Κράτη Μέλη στα οποία βρίσκεται ένας από τους ασφαλισμένους κινδύνους είτε το δίκαιο του Κράτους Μέλους, όπου ο ασφαλισμένος έχει τη συνήθη διαμονή του ή το κέντρο της δραστηριότητάς του ή την έδρα του·

(δ) χωρίς να επηρεάζονται οι διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ), όταν τα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. που αναφέρονται στις πιο πάνω παραγράφους, παρέχουν μεγαλύτερη ελευθερία επιλογής του δικαίου που διέπει τη σύμβαση, οι συμβαλλόμενοι δικαιούνται να επικαλεσθούν την ελευθερία αυτή·

(ε) σε περίπτωση κατά την οποία ο ασφαλιζόμενος κίνδυνος βρίσκεται στη Δημοκρατία και οι καλύψεις που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) περιορίζονται σε κάλυψη ζημιογόνων περιστατικών τα οποία δύνανται να επέλθουν σε Κράτος Μέλος της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. άλλο από αυτό που βρίσκεται ο κίνδυνος, τότε οι συμβαλλόμενοι δύνανται να επιλέξουν ως εφαρμοστέο το δίκαιο αυτού του Κράτους Μέλους στο οποίο θα επέλθει η ζημιά·

(στ) ανεξάρτητα από όσα αναφέρονται πιο πάνω, όταν πρόκειται για ασφαλίσεις μεγάλων κινδύνων, τα συμβαλλόμενα μέρη δύνανται να επιλέξουν ελεύθερα το δίκαιο που θα διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.

(2) Στις περιπτώσεις που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο, το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη επέλεξαν δίκαιο διαφορετικό από το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία, δε δύναται, εφόσον όλες οι άλλες συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης σχετίζονται αποκλειστικά με τη Δημοκρατία κατά τη στιγμή της επιλογής του δικαίου, να επηρεάσει διατάξεις αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, και δεν επιδέχονται αλλαγής δυνάμει συμβάσεως.

(3) Η επιλογή του δικαίου που θα διέπει μία ασφαλιστική σύμβαση πρέπει να είναι ρητή και να προκύπτει σαφώς από τους όρους του ασφαλιστηρίου. Σε ενάντια περίπτωση, η ασφαλιστική σύμβαση θα διέπεται από το δίκαιο του Κράτους Μέλους της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ., με το οποίο η σύμβαση έχει στενότερη συνάφεια μεταξύ των Κρατών Μελών που εμπλέκονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού.

(4) Σε περίπτωση κατά την οποία ένα μέρος της ασφαλιστικής σύμβασης δύναται να διαχωριστεί από το υπόλοιπο μέρος της συμβάσεως και το μέρος αυτό της συμβάσεως έχει στενότερη συνάφεια με Κράτος άλλο από εκείνα που εμπλέκονται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου αυτού, τότε, κατ' εξαίρεση, το μέρος αυτό της ασφαλιστικής συμβάσεως δύναται να διέπεται από το δίκαιο αυτού του Κράτους. Σε κάθε περίπτωση τεκμαίρεται ότι η ασφαλιστική σύμβαση έχει στενότερη συνάφεια με το Κράτος όπου βρίσκεται ο κίνδυνος.

(5) Οι προηγούμενες διατάξεις του άρθρου αυτού δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των κανόνων αναγκαστικού δικαίου που ισχύουν στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το δίκαιο το οποίο, κατά τις διατάξεις αυτές, διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.

(6) Εφόσον το επιτρέπει το δίκαιο της Δημοκρατίας, δύνανται να εφαρμοστούν οι διατάξεις αναγκαστικού δικαίου του Κράτους Μέλους όπου ευρίσκεται ο κίνδυνος ή του Κράτους Μέλους που επιβάλλει την υποχρέωση ασφάλισης, εάν και στο βαθμό που, σύμφωνα με το δίκαιο των κρατών αυτών, οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το δίκαιο που διέπει την ασφαλιστική σύμβαση.

(7) Όταν η ασφαλιστική σύμβαση καλύπτει κινδύνους που ευρίσκονται σε περισσότερα από ένα Κράτη Μέλη της Ε.Ε. ή του Ε.Ο.Χ. θεωρείται, για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου αυτού, ότι η ασφαλιστική σύμβαση αντιπροσωπεύει πολλές ασφαλιστικές συμβάσεις, καθεμία από τις οποίες έχει σχέση με ένα μόνο Κράτος Μέλος.

(8) Υπό την επιφύλαξη των προηγούμενων διατάξεων του άρθρου αυτού, στις ασφαλιστικές συμβάσεις Κλάδου Γενικής Φύσεως, εφαρμόζεται το δίκαιο που ισχύει στη Δημοκρατία και αφορά τους γενικούς κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου σε σχέση με συμβατικές υποχρεώσεις.