Σύμβαση διαμεσολάβησης. Ποινικό αδίκημα

172.—(1) Για την άσκηση εργασιών διαμεσολάβησης, εκτός από την άσκηση εργασιών μεσίτη ασφαλίσεων, απαιτείται η προηγούμενη σύναψη συμβάσεως διαμεσολάβησης, η οποία, ανάλογα με την περίπτωση, αναφέρεται στον παρόντα Νόμο ως—

(α) Σύμβαση πρακτόρευσης· ή

(β) σύμβαση μεσάζοντος· ή

(γ) σύμβαση ασφαλιστικού συμβούλου· ή

(δ) σύμβαση έργου.

(2) Η σύμβαση διαμεσολάβησης είναι έγγραφη, συνάπτεται μεταξύ των προσώπων που θα ασκούν τις εργασίες διαμεσολάβησης και των προσώπων εκ μέρους των οποίων αυτοί θα ενεργούν και καθορίζει ρητώς τους όρους ασκήσεως των εργασιών αυτών, κατά τα οριζόμενα σε Κανονισμούς, που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου.

(3) Η σύμβαση διαμεσολάβησης δύναται να αποκλείει ή περιορίζει το δικαίωμα αυτού που θα ασκεί τις εργασίες διαμεσολάβησης προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο.

(4) Η σύμβαση διαμεσολάβησης τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία έκδοσης του οικείου πιστοποιητικού εγγραφής, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 179 του παρόντος Νόμου.

(5) Παράβαση των όρων της συμβάσεως από τα συμβαλλόμενα μέρη δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο τα δικαιώματα των ασφαλισμένων.

(6) Εάν η σύμβαση διαμεσολάβησης παύσει να ισχύει από οποιαδήποτε αιτία, εκτός από την περίπτωση που προβλέπεται στο άρθρο 182 του παρόντος Νόμου, το πρόσωπο εκ μέρους του οποίου ασκούνται οι εργασίες διαμεσολάβησης οφείλει όπως το βραδύτερο εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία τερματισμού της ισχύος της συμβάσεως, ανακοινώνει εγγράφως το γεγονός στον Έφορο και αναφέρει τους λόγους για τους οποίους έπαυσε να ισχύει η σύμβαση. Παράβαση της διατάξεως αυτής συνιστά ποινικό αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή μέχρι δύο χιλιάδων λιρών.