Αδικήματα

61.—(1) Πρόσωπο το οποίο εσκεμμένως προβαίνει σε ψευδή ή ανακριβή δήλωση για σκοπούς εγγραφής σε κατάλογο προσωπικού ιατρού διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με χρηματική ποινή πεντακοσίων λιρών.

(2)(α) Στις περιπτώσεις όπου πρόσωπο παρέχει εσκεμμένως ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις για σκοπούς εγγραφής σε κατάλογο προσωπικού ιατρού, με αποτέλεσμα να γίνει η εγγραφή η οποία δε θα γινόταν με βάση τα αληθή ή ακριβή γεγονότα, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δύο ετών ή χρηματική ποινή δύο χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(β) σε περίπτωση καταδίκης, η εγγραφή θεωρείται άκυρη εξυπαρχής και η αξία κάθε υπηρεσίας που παρασχέθηκε στο πρόσωπο αυτό, δυνάμει της εν λόγω εγγραφής, δύναται να απαιτηθεί από τον Οργανισμό.

(3)(α) Οποιοσδήποτε προμηθευτής προβαίνει εσκεμμένως σε ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις ή καταχωρίσεις στα αρχεία ή άλλα έγγραφα και βιβλία που χρησιμοποιούνται για υποβολή απαιτήσεων από τον Οργανισμό, με σκοπό να εξαπατήσει τον Οργανισμό και να εισπράξει αμοιβή για υπηρεσίες ή προμήθειες που δεν παρέσχε ή μεγαλύτερα ποσά από εκείνα που κανονικά θα εδικαιούτο, διαπράττει αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση δύο ετών ή χρηματική ποινή δύο χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(β) σε περίπτωση καταδίκης, η σύμβαση του προμηθευτή με τον Οργανισμό θεωρείται ως να είχε τερματιστεί από την ημερομηνία διάπραξης του αδικήματος και όλα τα ποσά τα οποία καταβλήθηκαν στον προμηθετιτή, με βάση τις ψευδείς ή ανακριβείς δηλώσεις και καταχωρίσεις, καθίστανται επιστρεπτέα στον Οργανισμό.

(4) Οποιοδήποτε πρόσωπο παρέχει εσκεμμένως ψευδείς ή ανακριβείς πληροφορίες ή στοιχεία σε σχέση με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου, που δεν εμπίπτει στις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3), διαπράττει ποινικό αδίκημα το οποίο τιμωρείται με φυλάκιση δύο ετών ή χρηματική ποινή δύο χιλιάδων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές.

(5) Οποιαδήποτε παράλειψη, πράξη ή ενέργεια γίνεται κατά παράβαση ρητής διάταξης του παρόντος Νόμου συνιστά αδίκημα τιμωρούμενο με φυλάκιση ενός έτους ή με χρηματική ποινή χιλίων λιρών ή και με τις δύο αυτές ποινές. Με την ίδια ποινή τιμωρείται και οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο διαπράττεται κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου και για το οποίο δε γίνεται πρόνοια για ποινή.

(6) Στις περιπτώσεις όπου ποσά καθίστανται επιστρεπτέα στον Οργανισμό από οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε, δυνάμει του εδαφίου (2) ή (3) πιο πάνω, το δικαστήριο δύναται να διατάξει την καταβολή των ποσών αυτών προς τον Οργανισμό, αν αυτά είναι υπολογισμένα ή αποδεκτά από τον κατηγορούμενο, και ακολούθως εισπράττονται ως χρηματική ποινή, τηρουμένης οποιασδήποτε οδηγίας δώσει το δικαστήριο σχετικά με το χρόνο και τρόπο καταβολής.

(7) Οποιοσδήποτε παραλείπει ή αμελεί να καταβάλει εισφορά που είναι καταβλητέα, δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή πεντακοσίων λιρών ή φυλάκιση έξι μηνών και, σε περίπτωση δεύτερης ή κατ' επανάληψη καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, σε χρηματική ποινή δύο χιλιάδων λιρών ή σε φυλάκιση δώδεκα μηνών ή και στις δύο αυτές ποινές.

(8) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου που αρνήθηκε ή παράλειψε ή αμέλησε να καταβάλει εισφορά, το πρόσωπο αυτό, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε ποινή στην οποία υπόκειται, υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο ποσό ίσο με την εν λόγω εισφορά και επιπλέον ποσό ίσο με ποσοστό μη υπερβαίνον το 50% του ποσού της εισφοράς, όπως το δικαστήριο διατάζει.

(9) Κάθε εργοδότης ο οποίος αρνείται ή αμελεί ή παραλείπει να καταβάλει στο Ταμείο εισφορά την οποία παρακράτησε από τις αποδοχές οποιουδήποτε μισθωτού τον οποίο απασχολεί είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή χιλίων λιρών ή σε φυλάκιση δώδεκα μηνών ή και στις δύο αυτές ποινές.

(10) Καμιά από τις διατάξεις του άρθρου αυτού δε δύναται να ερμηνευθεί ότι παρεμποδίζει το Συμβούλιο να διεκδικεί οποιοδήποτε ποσό οφειλόμενο στο Ταμείο με πολιτική αγωγή.