Ενέργειες της Επιτροπής σε περίπτωση παραβάσεων

36. Η Επιτροπή σε περίπτωση που κατά την άσκηση της εξουσίας της προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο ή έρευνα ή από στοιχεία που με οποιοδήποτε τρόπο τίθενται ενώπιον της, διαπιστώνει το ενδεχόμενο παράβασης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών ή της κειμένης νομοθεσίας που αφορά στην κεφαλαιαγορά και στις συναλλαγές κινητών αξιών που καταρτίζονται στο έδαφος της Δημοκρατίας ή παράβασης των κανονιστικής φύσεως Αποφάσεων της Επιτροπής, ενεργεί ως ακολούθως:

(α) Σε περίπτωση που η ενδεχόμενη παράβαση δυνατόν εκ πρώτης όψεως να συνιστά ποινικό αδίκημα δυνάμει του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή της κείμενης νομοθεσίας που αφορά την κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή, η Επιτροπή συντάσσει το πόρισμα της και το υποβάλλει μαζί με τα στοιχεία που κατέχει στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο οποίος αποφασίζει από τα τεθέντα ενώπιον του στοιχεία κατά πόσο συντρέχει περίπτωση ποινικής ευθύνης και δικαιολογείται ποινική δίωξη του υπαιτίου· ή και

(β) επιλαμβάνεται η ίδια της υπόθεσης και αποφασίζει κατά πόσο δικαιολογείται η επιβολή διοικητικού προστίμου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 38 ή η επιβολή άλλων διοικητικών ή πειθαρχικών κυρώσεων, που προβλέπονται στους δυνάμει του παρόντος Νόμου εκδιδόμενους Κανονισμούς ή στην κειμένη νομοθεσία που αφορά την κεφαλαιαγορά:

Νοείται ότι ανεξαρτήτως τυχόν ποινικής ευθύνης οποιοδήποτε πρόσωπο διαπράττει οποιοδήποτε αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή δυνάμει της κείμενης νομοθεσίας που διέπει την κεφαλαιαγορά, τιμωρείται και με διοικητικές κυρώσεις δυνάμει του παρόντος Νόμου.