Εξέταση παραβάσεων και επιβολή ποινών

13.-(1) Η Εντεταλμένη Υπηρεσία εξετά ζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα, παραβάσεις οποιασ δήποτε απαγορευτικής ή προστατευτικής των καταναλωτών διάταξης του παρό ντος Νόμου.

(2) Όταν η Εντεταλμένη Υπηρεσία κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου διερεύνηση παραπόνου ή και αυτεπάγγελτης έρευνας, διαπιστώσει παράβαση οποιασδή ποτε προστατευτικής των καταναλωτών διά ταξης του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία να προβαίνει στις πιο κάτω ενέρ γειες, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα της παράβασης, είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά:

(α) Να διατάσσει ή να συστήνει στον ενδιαφερόμενο παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανά ληψή της στο μέλλον ή σε περίπτωση που η παράβαση τερματίστηκε πριν από την έκδοση της απόφασης της Εντεταλμένης Υπηρεσίας, να βεβαιώνει με απόφασή της τον τερματισμό της παράβασης, ή/ και

(β) να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, μέχρι και ογδόντα πέντε χιλιάδες ευρώ (€85,000), ή/και

(γ) να αποφασίζει, σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, ότι θα οφείλε ται διοικητικό πρόστιμο από ογδόντα πέντε μέχρι και οκτακόσια πενήντα ευρώ (€85-€850), για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη φύση και τη βαρύτητα αυτής, ή/και

(δ) να ζητεί με αίτησή της προς το Δικαστήριο την έκδοση απαγορευτι κού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο, κατά την κρίση της ενέχεται ή ευθύνεται για την παράβαση αυτή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 14 του παρόντος Νόμου.

(3) Κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση οποιασδήποτε παράβασης, η Εντεταλμένη Υπηρεσία δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντι του καταναλωτή από τον παραβάτη ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.

(4) Η Εντεταλμένη Υπηρεσία οφείλει να αιτιολογεί δεόντως την απόφασή της σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.