Ερμηνεία.

2. Στο Νόμο αυτό, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια—

«απόφαση αλλοδαπού δικαστηρίου» έχει την έννοια που αποδίδει στον όρο αυτό το άρθρο 3 του παρόντος Νόμου·

«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, εκτός αν στον κυρωτικό νόμο ή την ίδια τη συνθήκη καθορίζεται άλλη αρχή·

«διαδικασία» σημαίνει οποιαδήποτε μη ποινική διαδικασία ενώπιον οποιουδήποτε δικαστηρίου επί οποιουδήποτε αστικού θέματος και «αστικό θέμα» περιλαμβάνει διαφορές σχετικά με οικογενειακές σχέσεις, κληρονομικά, εμπορικά και άλλα θέματα·

«δικαστήριο» σημαίνει-

(i) το Επαρχιακό ή Εμπορικό Δικαστήριο της επαρχίας όπου ο καθ’ ου η αίτηση διαμένει και προκειμένου για διαφορές σε οικογενειακές σχέσεις, το Οικογενειακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου αυτός διαμένει·

(ii) το Επαρχιακό ή Εμπορικό Δικαστήριο ή το Οικογενειακό Δικαστήριο της επαρχίας όπου διαμένει ο αιτητής, σε περίπτωση διαμονής του καθ’ ου η αίτηση στο εξωτερικό ή σε περίπτωση που στη διαδικασία κατά την οποία έχει εκδοθεί η απόφαση δεν υπήρχε αντίδικος· και

(iii) το Επαρχιακό, Εμπορικό ή Οικογενειακό Δικαστήριο που συνεδριάζει στην επαρχία Λευκωσίας, σε κάθε άλλη περίπτωση κατά την οποία η δικαιοδοσία του δικαστηρίου προκύπτει με βάση τις πρόνοιες των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023 ή την εκάστοτε ισχύουσα νομοθεσία, το ενωσιακό δίκαιο, διεθνή συνθήκη ή οποιονδήποτε κανόνα του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, περιλαμβανομένων των κανόνων του κοινοδικαίου.

«Εμπορικό Δικαστήριο» σημαίνει το δικαστήριο το οποίο καθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Εμπορικού Δικαστηρίου και Ναυτοδικείου Νόμου·

«Επαρχιακό Δικαστήριο» σημαίνει το επαρχιακό δικαστήριο το οποίο προβλέπεται στις διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου·

«Κανονισμοί Πολιτικής Δικονομίας του 2023» σημαίνει τους περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς·

«Οικογενειακό Δικαστήριο» σημαίνει το δικαστήριο το οποίο καθιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου·

«ποινική διαδικασία» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό στον περί Δικαστηρίων Νόμο·

«συνθήκη» σημαίνει σύμβαση, συμφωνία, πρωτόκολλο και περιλαμβάνει οποιαδήποτε συνθήκη που δέσμευε την Κύπρο πριν από την ανεξαρτησία και που συνεχίζει να τη δεσμεύει μετά την ανακήρυξη της σε Δημοκρατία.