Διοικητικές ποινές

52.-(1) Η Επιτροπή δύναται να επιβάλει τις πιο κάτω διοικητικές ποινές στους συμμετέχοντες στη συγκέντρωση ή σε πρόσωπα τα οποία παραβιάζουν ή παραλείπουν να συμμορφωθούν προς τις πιο κάτω αναφερόμενες διατάξεις του παρόντος Νόμου:

(α) Χρηματική ποινή μέχρι £50.000 για παράλειψη κοινοποίησης συγκέντρωσης όπως απαιτείται από το άρθρο 13 και επιπρόσθετα χρηματική ποινή μέχρι £5.000 για κάθε μέρα που συνεχίζεται η παράβαση.

(β) Χρηματική ποινή μέχρι £50.000 για παροχή αναληθών ή παραπλανητικών πληροφοριών κατά τη συμμόρφωση προς υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου.

(γ) Χρηματική ποινή μέχρι £30.000 για παράλειψη παροχής πληροφοριών σύμφωνα με υποχρέωση η οποία επιβάλλεται από οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου.

(δ) Χρηματική ποινή μέχρι δέκα τοις εκατόν του συνολικού κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων κατά το αμέσως προηγούμενο της συγκέντρωσης οικονομικό έτος, σε περίπτωση που συγκέντρωση τίθεται μερικώς ή ολικώς σε εφαρμογή κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 9 και επιπρόσθετα χρηματική ποινή μέχρι £5.000 για κάθε μέρα που συνεχίζεται η παράβαση.

(ε) Χρηματική ποινή μέχρι δέκα τοις εκατόν του συνολικού κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων κατά το αμέσως προηγούμενο της συγκέντρωσης οικονομικό έτος, σε περίπτωση που συγκέντρωση τίθεται σε εφαρμογή χωρίς την εκπλήρωση όρου που επιβάλλεται από την Επιτροπή σύμφωνα με την παράγραφο (α) του άρθρου 26 και επιπρόσθετα χρηματική ποινή μέχρι £5.000 για κάθε μέρα που συνεχίζεται η παράβαση.

(στ) Χρηματική ποινή μέχρι δέκα τοις εκατόν του συνολικού κύκλου εργασιών των συμμετεχουσών επιχειρήσεων κατά το αμέσως προηγούμενο της συγκέντρωσης οικονομικό έτος για παράλειψη συμμόρφωσης, εντός της χρονικής περιόδου που ορίζεται δυνάμει του άρθρου 44, προς το μέτρο που διατάσσεται από την Επιτροπή δυνάμει του άρθρου 42, και επιπρόσθετα χρηματική ποινή μέχρι £5.000 για κάθε μέρα που συνεχίζεται η παράβαση.

(2) Οι χρηματικές ποινές που προβλέπονται από το εδάφιο (1) επιβάλλονται με δεόντως αιτιολογημένη απόφαση και κατόπιν διεξαγωγής δέουσας έρευνας και αφού ληφθεί υπόψη η φύση και η βαρύτητα της παράβασης σε κάθε περίπτωση και δοθεί στο επηρεαζόμενο μέρος η ευκαιρία να ακουστεί.