Ερμηνεία

2.-(1) Στο Νόμο αυτό-

“βαρυνόμενο στοιχείο” σημαίνει το περιουσιακό στοιχείο ή στοιχεία για τα οποία εκδόθηκε διάταγμα επιβάρυνσης δυνάμει του άρθρου 3~

“διάταγμα πώλησης” σημαίνει διάταγμα που εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 6~

“Δικαστήριο” σημαίνει Δικαστήριο αρμόδιας δικαιοδοσίας~

“εμπίστευμα μονάδων (unit trust)” σημαίνει εμπίστευμα που δημιουργείται με σκοπό, ή που έχει ως αποτέλεσμα, να παράσχει το δικαίωμα σε πρόσωπα που έχουν διαθέσιμα κεφάλαια για επενδυτικές διευκολύνσεις όπως συμμετάσχουν ως δικαιούχοι με βάση το εμπίστευμα σε οποιαδήποτε κέρδη ή εισοδήματα τα οποία προκύπτουν από την απόκτηση, διαχείριση ή διάθεση οποιασδήποτε περιουσίας~

“εξασφαλισμένο ποσό” σημαίνει το ποσό το οποίο εξασφαλίζεται με την έκδοση επιβαρυντικού διατάγματος~

“επιβαρυντικό διάταγμα” σημαίνει διάταγμα που εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 3~

“κυβερνητικά ομόλογα (government stock)” περιλαμβάνει ομόλογα ανάπτυξης (development stock), βραχυπρόθεσμα κρατικά άτοκα ομόλογα (treasury bills), πιστοποιητικά αποταμίευσης και οποιοδήποτε άλλο τύπο αξιογράφου που εκδίδεται στο όνομα συγκεκριμένου προσώπου, αλλά δεν περιλαμβάνει αξιόγραφο ταμιευτηρίου (saving bank) ή άλλο αξιόγραφο μη εκδιδόμενο στο όνομα του κομιστή~

“μέρισμα” περιλαμβάνει τόκους και κάθε μορφής εισόδημα ή ωφέλημα που προέρχεται από τα περιουσιακά στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο 4(2)~

“ομόλογα (stock)” περιλαμβάνει μετοχές (shares), χρεόγραφα εταιρειών (debentures) και άλλα αξιόγραφα του νομικού προσώπου, ανεξάρτητα αν αυτά συνιστούν ή όχι επιβάρυνση πάνω στα περιουσιακά στοιχεία (assets) του εν λόγω νομικού προσώπου~

“οφειλέτης” και “πιστωτής” έχουν την έννοια που τους αποδίδεται στο άρθρο 3(1)~

“προσωρινό επιβαρυντικό διάταγμα” σημαίνει διάταγμα που εκδίδεται με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 9.

(2) Για τους σκοπούς του άρθρου 3 αναφορά σε απόφαση ή διάταγμα του Δικαστηρίου θα θεωρείται ότι περιλαμβάνει αναφορά σε απόφαση, διάταγμα, εντολή (decree) ή διαιτητική απόφαση (award) (όπως και αν αυτή αποκαλείται) αλλοδαπού Δικαστηρίου ή διαιτητή (ή αλλοδαπού διαιτητή) η οποία είναι ή κατέστη εκτελεστή (είτε καθ’ ολοκληρία είτε σε περιορισμένη έκταση), ως αν ήταν απόφαση ή διάταγμα των Δικαστηρίων της Κύπρου.