Ερμηνεία

2. Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν εκ του κειμένου προκύπτη διάφορος έννοια-

“αξίωμα, λειτούργημα ή θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση” σημαίνει θητεία ή υπηρεσία σε αξίωμα ή θέση σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή θητεία ως μέλους του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, κατόπιν εκλογής διενεργηθείσας στη Δημοκρατία, δυνάμει των διατάξεων του περί της Εκλογής των Μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νόμου και περιλαμβάνει αξίωμα ή λειτούργημα ή θέση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, στην Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, στην Επιτροπή Περιφερειών, στον Ευρωπαίο Διαμεσολαβητή, στον Ευρωπαίο Επόπτη Προστασίας Δεδομένων, στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και σε οποιονδήποτε άλλο οργανισμό, γραφείο, θεσμό ή υπηρεσία καθιδρυθείσα ή καθιδρυθησομένη δυνάμει της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση ή της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή δυνάμει οποιασδήποτε άλλης νομοθετικής πράξης, της οποίας ο κανονισμός για την υπηρεσιακή κατάσταση των υπαλλήλων περιλαμβάνει διατάξεις ταυτόσημες ή ανάλογες, με αυτές του παραρτήματος VIII, Άρθρο 11, του Κανονισμού (ΕΚ και ΕΥΡΑΤΟΜ) αριθ. 11 και 31/1962 περί καθορισμού της υπηρεσιακής καταστάσεως των υπαλλήλων και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Ατομικής Ενέργειας, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

“απολαβαί” περιλαμβάνει την δι’ εκάστην περίπτωσιν προνοουμένην χορηγίαν και αποζημίωσιν, αλλά δεν περιλαμβάνει την 13ην χορηγίαν και την 13ην αποζημίωσιν.

“βουλευτής” περιλαμβάνει και αντιπρόσωπον των θρησκευτικών ομάδων Αρμενίων, Λατίνων και Μαρωνιτών.

“δήμαρχος” έχει την έννοια που αποδίδουν στον όρο αυτό οι διατάξεις των περί Δήμων Νόμων του 1985 έως 2022 και οι διατάξεις του περί Δήμων Νόμου∙

“Δημοκρατία” σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία∙

“ευρύτερος δημόσιος τομέας” σημαίνει κάθε ανεξάρτητη υπηρεσία, αρχή ή γραφείο ανεξάρτητου αξιωματούχου, κάθε νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου, περιλαμβανομένης αρχής τοπικής αυτοδιοίκησης και κάθε άλλο οργανισμό δημοσίου δικαίου χωρίς νομική προσωπικότητα που ιδρύεται με νόμο προς το δημόσιο συμφέρον, τα κεφάλαια του οποίου, είτε παρέχονται είτε είναι εγγυημένα ·από τη Δημοκρατία·

“κατοχυρωμένες συντάξιμες απολαβές από θέση στον δημόσιο τομέα” σημαίνει τις συντάξιμες απολαβές, με βάση το κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων, το νέο κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων ή σχέδιο συντάξεων όμοιο με το κυβερνητικό, αναλόγως της περιπτώσεως, όπως αυτές καθορίζονται στον οικείο νόμο ή Κανονισμούς, για υπηρεσία πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2025∙

“κατοχυρωμένες συντάξιμες απολαβές από το αξίωμα του δημάρχου” σημαίνει τις συντάξιμες απολαβές, βάσει των διατάξεων των περί Δήμων Νόμων του 1985 έως 2022 και των διατάξεων του περί Δήμων Νόμου ή των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Κανονισμών για υπηρεσία δημάρχου πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2025∙

“κρατική υπηρεσία” σημαίνει κάθε υπηρεσία υπαγομένη στη Δημοκρατία και περιλαμβάνει τη Δημόσια Υπηρεσία, τη Δημόσια Εκπαιδευτική Υπηρεσία, τις Ένοπλες Δυνάμεις της Δημοκρατίας, τις Δυνάμεις Ασφαλείας της Δημοκρατίας, τη Δικαστική Υπηρεσία, τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τον Γενικό Ελεγκτή, τον Βοηθό Γενικό Ελεγκτή, τον Γενικό Λογιστή, τον Βοηθό Γενικό Λογιστή και οποιαδήποτε άλλη θέση προβλέπεται στον εκάστοτε περί Προϋπολογισμού Νόμο ή σε οποιονδήποτε άλλο εν ισχύι Νόμο∙

“κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων” σημαίνει σχέδιο συντάξεων το οποίο διέπεται από τις διατάξεις του περί Συντάξεων Νόμου∙

“νέο κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων” σημαίνει σχέδιο συντάξεων, η λειτουργία του οποίου διέπεται από τις διατάξεις του περί Επαγγελματικού Σχεδίου Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Υπαλλήλων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμου∙

“οικείος νόμος ή Κανονισμοί” σημαίνει τον περί Συντάξεων Νόμο, τον περί Επαγγελματικού Σχεδίου Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Υπαλλήλων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) Νόμο ή οποιονδήποτε άλλο εν ισχύι Νόμο ή Κανονισμούς που καθορίζουν τους κανόνες υπολογισμού και καταβολής των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων των υπαλλήλων της κρατικής υπηρεσίας ή του ευρύτερου δημόσιου τομέα, αλλά δεν περιλαμβάνει τον παρόντα Νόμο και τον περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων Νόμο∙

“πολιτειακό αξίωμα” σημαίνει το αξίωμα του Προέδρου της Δημοκρατίας, του Προέδρου της Βουλής, του υπουργού και του βουλευτή∙

“συντάξιμες απολαβές από θέση στον δημόσιο τομέα” σημαίνει τις συντάξιμες απολαβές, με βάση το κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων, το νέο κυβερνητικό σχέδιο συντάξεων ή σχέδιο συντάξεων όμοιο με το κυβερνητικό, αναλόγως της περιπτώσεως, όπως αυτές καθορίζονται στον οικείο νόμο ή Κανονισμούς για υπηρεσία από την ημερομηνία έναρξης του περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2025 και μετά∙

“συντάξιμες απολαβές από το αξίωμα του δημάρχου” σημαίνει συντάξιμες απολαβές, βάσει των διατάξεων των περί Δήμων Νόμων του 1985 έως 2022 και/ή του περί Δήμων Νόμου ή των δυνάμει αυτών εκδιδόμενων Κανονισμών για υπηρεσία στο αξίωμα του δημάρχου για την περίοδο που αρχίζει από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) (Τροποποιητικού) Νόμου του 2025 και μετά∙

“συντάξιμες απολαβές από πολιτειακό αξίωμα” σημαίνει τις υπολογιζόμενες από συντάξιμη υπηρεσία σε πολιτειακό αξίωμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 4, 5, 6, 11, 13 και 14 και του άρθρου 3(β) του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου∙

“συντάξιμος υπηρεσία” σημαίνει-

(α) εν σχέσει προς τον Πρόεδρον και τον Αντιπρόεδρον, αντιστοίχως, της Βουλής των Αντιπροσώπων την άσκησιν του αξιώματος του Προέδρου και του Αντιπροέδρου, αντιστοίχως, της Βουλής των Αντιπροσώπων διά συνεχή ή διακεκομμένην περίοδον ουχί ολιγωτέραν των τριάκοντα συμπεπληρωμένων μηνών.

(β) εν σχέσει προς τον Υπουργόν ή τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο την άσκησιν του αξιώματος του Υπουργού ή του Κυβερνητικού Εκπροσώπου διά συνεχή ή διακεκομμένην περίοδον ουχί ολιγωτέραν των δεκαοκτώ συμπεπληρωμένων μηνών και περιλαμβάνει περίοδον καθ’ ην πρόσωπον διατελέσαν ως Υπουργός ήσκησε καθ’ οιονδήποτε χρόνον έτερον αξίωμα εν τη Δημοκρατία εις ο διωρίσθη υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας με απολαβάς και ωφελήματα Υπουργού.

(γ) εν σχέσει προς βουλευτήν την άσκησιν του βουλευτικού αξιώματος διά περίοδον, συνεχή ή διακεκομμένην, ουχί ολιγωτέραν των τεσσαράκοντα οκτώ συμπεπληρωμένων μηνών ή εν περιπτώσει πληρώσεως κενωθείσης βουλευτικής έδρας δι’ αναπληρωματικής εκλογής, ουχί ολιγωτέραν των είκοσι τεσσάρων συμπεπληρωμένων μηνών.

Δια τον υπολογισμόν της ολικής συνταξίμου υπηρεσίας οποιαδήποτε περίοδος κάτω των 30 ημερών λογίζεται ως συμπεπληρωμένος μην.

“συνταξιούχος” σημαίνει πρόσωπο το οποίο διετέλεσε υπάλληλος και στο οποίο καταβάλλεται σύνταξη, δυνάμει των διατάξεων οικείου νόμου ή Κανονισμών·

“σχέδιο συντάξεων όμοιο με το κυβερνητικό” σημαίνει σχέδιο συντάξεων το οποίο λειτουργεί αναφορικά με τους υπαλλήλους του ευρύτερου δημόσιου τομέα, του οποίου οι διατάξεις είναι όμοιες, ανάλογες ή αντίστοιχες με τις πρόνοιες του κυβερνητικού σχεδίου συντάξεων·

“υπάλληλος” σημαίνει πρόσωπο το οποίο υπηρέτησε ή υπηρετεί σε θέση στην κρατική υπηρεσία ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

“Υπουργός” περιλαμβάνει και Υφυπουργόν καθώς και πρόσωπον το οποίον, διατελέσαν ως Υπουργός, ασκεί κατά την ημερομηνίαν ενάρξεως ισχύος του παρόντος Νόμου έτερον αξίωμα εν τη Δημοκρατία εις ο διωρίσθη υπό του Προέδρου της Δημοκρατίας και το οποίον έχει απολαβάς και ωφελήματα Υπουργού, αλλά δεν περιλαμβάνει Υφυπουργόν όστις κατέχει μόνιμον νενομοθετημένην θέσιν εις την Δημοσίαν Υπηρεσίαν.